Το "acantilado" είναι ουσιαστικό και επίθετο.
/a.kan.tiˈla.ðo/
Η λέξη "acantilado" αναφέρεται σε ένα απόκρημνο ή απότομο περιβάλλον, συνήθως στην ακτή, που δημιουργείται από τη διάβρωση των βράχων. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει γεωλογικά χαρακτηριστικά που μπορούν να είναι επικίνδυνα λόγω του ύψους και της κλίσης τους. Στη γλώσσα των Ισπανών, είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά στην γεωγραφία και στον τουρισμό, κυρίως στην περιγραφή παράκτιων περιοχών. Είναι πιο συχνά γραπτά αν και μπορεί να χρησιμοποιείται και στην προφορική γλώσσα.
Las olas chocaban contra el acantilado.
(Οι κυμματισμοί χτυπούσαν τον γκρεμό.)
El acantilado ofrecía una vista impresionante del océano.
(Ο γκρεμός προσέφερε μια εντυπωσιακή θέα του ωκεανού.)
Caminamos al borde del acantilado con precaución.
(Περπατήσαμε στον κολοσσιαίο γκρεμό με προσοχή.)
Η λέξη "acantilado" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυάζεται με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει περιγραφικές φράσεις. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη:
Al borde del acantilado.
(Στην άκρη του γκρεμού.)
Un paso al acantilado.
(Ένα βήμα στον γκρεμό.)
El peligro del acantilado.
(Ο κίνδυνος του γκρεμού.)
Caer al acantilado.
(Να πέσει στον γκρεμό.)
Mirar desde el acantilado.
(Να κοιτάξει από τον γκρεμό.)
Η λέξη "acantilado" προέρχεται από το λατινικό "cantilāre," που σημαίνει "να ακουμπάς" ή "να είσαι κοντά" με αναφορά σε απότομες κλίσεις.
Συνώνυμα: - Grieta (ρωγμή) - Desfiladero (κατεύθυνση)
Αντώνυμα: - Llano (πεδινός) - Plano (επίπεδο)