Το "acariciar" είναι ρήμα.
/a.ka.ɾiˈθjaɾ/ (στην ισπανική προφορά της Ισπανίας, ο ήχος "c" πριν από "i" προφέρεται σαν "θ") ή /a.ka.ɾiˈsi.aɾ/ (στην ισπανική προφορά της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη "acariciar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ενέργεια του να χαϊδεύεις ή να αγγίζεις κάτι ή κάποιον με ελαφρύ και τρυφερό τρόπο. Συχνά χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε λογοτεχνικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά καλή, καθώς η έννοια του χαϊδέματος είναι συχνά απασχολημένη στις καθημερινές συνδιαλλαγές καθώς και στους φιλικούς και ρομαντικούς δεσμούς.
(Η μητέρα του του χαϊδεύει το κεφάλι όταν είναι λυπημένος.)
El gato se deja acariciar por los niños.
(Η γάτα αφήνεται να την χαϊδέψουν τα παιδιά.)
Cada vez que pasando por su casa, acaricia a su perro.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "acariciar" μπορεί να συμμετέχει σε ορισμένες φράσεις και ιδιωματικές εκφράσεις. Παρακάτω είναι μερικές:
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που προσφέρει μεγάλη ευχαρίστηση ή άνεση.
Acariciar un sueño
Σημαίνει να έχεις ελπίδες ή να παίρνεις στα σοβαρά ένα όνειρο ή μια επιθυμία.
Acariciar el corazón
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια πράξη που προκαλεί τρυφερά και αγαπημένα συναισθήματα.
Acariciar el viento
Η λέξη "acariciar" προέρχεται από το λατινικό "acariciare", που σημαίνει "να αγγίξεις ή να χαϊδέψεις". Η ρίζα της λέξης συνδέεται με την έννοια της τρυφερότητας και του απαλού αγγίγματος.
Συνώνυμα: - Tocar (αγγίζω) - Consentir (συγχωρώ)
Αντώνυμα: - Golpear (χτυπώ) - Lastimar (πλήγω)