Η λέξη "acatamiento" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "acatamiento" στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι: /akatamɛn̪to/.
Η λέξη "acatamiento" αναφέρεται στη δράση ή την κατάσταση της συμμόρφωσης με έναν κανόνα, νόμο ή εντολή. Χρησιμοποιείται ευρέως σε νομικά και διοικητικά πλαίσια, υποδηλώνοντας την ύπαρξη υποχρέωσης να τηρούνται διάφορες κανονιστικές ρυθμίσεις.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή στον γραπτό λόγο, κυρίως σε νομικά έγγραφα ή επίσημες ανακοινώσεις, ενώ χρησιμοποιείται λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Η συμμόρφωση με τους νόμους είναι θεμελιώδης σε μια δημοκρατική κοινωνία.
El acatamiento de las órdenes del juez es obligatorio.
Η τήρηση των εντολών του δικαστή είναι υποχρεωτική.
El acatamiento de esta norma garantiza la seguridad de todos.
Η λέξη "acatamiento" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ορισμένες σχετικές φράσεις περιλαμβάνουν:
Να τηρείς μια δικαστική εντολή.
Hacer acatamiento a las normas de convivencia.
Να συμμορφώνεσαι με τους κανόνες της συμβίωσης.
El acatamiento a las decisiones del comité es crucial para la eficacia de la organización.
Η συμμόρφωση με τις αποφάσεις της επιτροπής είναι κρίσιμη για την αποτελεσματικότητα της οργάνωσης.
El acatamiento de los procedimientos establecidos asegura el éxito del proyecto.
Η λέξη "acatamiento" προέρχεται από το ρήμα "acatar", το οποίο σημαίνει "υπακούω" ή "συμμορφώνομαι". Έχει τις ρίζες του στη λατινική λέξη "acatare", από το "ad-" (προς) και "catare" (κοιτάω).