acatamiento - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

acatamiento (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Η λέξη "acatamiento" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική Μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "acatamiento" στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι: /akatamɛn̪to/.

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της Λέξης

Η λέξη "acatamiento" αναφέρεται στη δράση ή την κατάσταση της συμμόρφωσης με έναν κανόνα, νόμο ή εντολή. Χρησιμοποιείται ευρέως σε νομικά και διοικητικά πλαίσια, υποδηλώνοντας την ύπαρξη υποχρέωσης να τηρούνται διάφορες κανονιστικές ρυθμίσεις.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή στον γραπτό λόγο, κυρίως σε νομικά έγγραφα ή επίσημες ανακοινώσεις, ενώ χρησιμοποιείται λιγότερο στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. El acatamiento de las leyes es fundamental en una sociedad democrática.
  2. Η συμμόρφωση με τους νόμους είναι θεμελιώδης σε μια δημοκρατική κοινωνία.

  3. El acatamiento de las órdenes del juez es obligatorio.

  4. Η τήρηση των εντολών του δικαστή είναι υποχρεωτική.

  5. El acatamiento de esta norma garantiza la seguridad de todos.

  6. Η συμμόρφωση με αυτόν τον κανονισμό εγγυάται την ασφάλεια όλων.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "acatamiento" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ορισμένες σχετικές φράσεις περιλαμβάνουν:

  1. Dar acatamiento a una orden judicial.
  2. Να τηρείς μια δικαστική εντολή.

  3. Hacer acatamiento a las normas de convivencia.

  4. Να συμμορφώνεσαι με τους κανόνες της συμβίωσης.

  5. El acatamiento a las decisiones del comité es crucial para la eficacia de la organización.

  6. Η συμμόρφωση με τις αποφάσεις της επιτροπής είναι κρίσιμη για την αποτελεσματικότητα της οργάνωσης.

  7. El acatamiento de los procedimientos establecidos asegura el éxito del proyecto.

  8. Η τήρηση των καθιερωμένων διαδικασιών διασφαλίζει την επιτυχία του έργου.

Ετυμολογία της Λέξης

Η λέξη "acatamiento" προέρχεται από το ρήμα "acatar", το οποίο σημαίνει "υπακούω" ή "συμμορφώνομαι". Έχει τις ρίζες του στη λατινική λέξη "acatare", από το "ad-" (προς) και "catare" (κοιτάω).

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024