Η λέξη "acaudalado" είναι επίθετο.
/phonetically: a.ka.u̯.da.ˈla.ðo/
Ο όρος "acaudalado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα ή οικογένειες που έχουν μεγάλη οικονομική ευχέρεια και διαθέτουν σημαντικούς πόρους. Στη γλώσσα των οικονομικών, προβάλλει την έννοια της περίσσειας πλούτου και ευημερίας. Η χρήση του είναι συχνή σε γραπτά κείμενα σχετικά με την οικονομία, αλλά και σε προφορικό λόγο, κυρίως σε κοινωνικές και οικονομικές συζητήσεις.
Ο επιχειρηματίας είναι ένας πλούσιος άντρας που έχει πολλές επενδύσεις.
En la fiesta había muchos invitados acaudalados.
Στο πάρτι υπήρχαν πολλοί ευκατάστατοι καλεσμένοι.
El barrio está lleno de familias acaudaladas que disfrutan de una buena calidad de vida.
Ο όρος "acaudalado" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις ή φράσεις σε πλαίσια που σχετίζονται με την οικονομική κατάσταση:
Να ζεις σαν πλούσιος.
Estar rodeado de personas acaudaladas.
Να περικλείεσαι από πλούσιους ανθρώπους.
Atraer a gente acaudadal a los eventos.
Να προσελκύεις πλούσιους ανθρώπους σε εκδηλώσεις.
Disfrutar de los beneficios de ser acaudalado.
Να απολαμβάνεις τα οφέλη του να είσαι πλούσιος.
Mantener un estilo de vida acaudalado.
Να διατηρείς έναν πλούσιο τρόπο ζωής.
Un hogar acaudalado, lleno de comodidades.
Η λέξη "acaudalado" προέρχεται από το λατινικό "cauda", που σημαίνει "ουρά" ή "κομμάτι οπίσθιας". Στο ισπανικό λεξιλόγιο, μεταφράζεται σε πλούτο και προορίζεται για να υποδείξει μια κατάσταση ευημερίας.
Αυτή είναι η αναλυτική περιγραφή της λέξης "acaudalado" στους τομείς της γενικής γλώσσας και της οικονομίας.