Το "acceder" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /akˈθeðeɾ/
Η λέξη "acceder" σημαίνει "αποκτώ πρόσβαση" και χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να εκφράσει την ιδέα της εισόδου ή της πρόσβασης σε κάτι, είτε αυτό είναι φυσικός χώρος, είτε πληροφορίες, είτε κάποιο δικαίωμα. Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, καθώς αφορά πολύ συνηθισμένες καταστάσεις καθημερινής ζωής και τεχνολογίας.
Tengo que acceder a mi cuenta bancaria en línea.
(Πρέπει να αποκτήσω πρόσβαση στον διαδικτυακό τραπεζικό μου λογαριασμό.)
Ella no puede acceder al sistema sin la contraseña.
(Αυτή δεν μπορεί να εισέλθει στο σύστημα χωρίς τον κωδικό πρόσβασης.)
Los estudiantes pueden acceder a los recursos desde la biblioteca.
(Οι φοιτητές μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση στους πόρους από τη βιβλιοθήκη.)
Η λέξη "acceder" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στον ισπανικό λόγο.
Acceder a un acuerdo.
(Αποκτώ πρόσβαση σε μια συμφωνία.)
Es difícil acceder a la información confidencial.
(Είναι δύσκολο να αποκτήσω πρόσβαση στις εμπιστευτικές πληροφορίες.)
Acceder a los servicios de salud es un derecho.
(Η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας είναι δικαίωμα.)
Si no accedes a la invitación, seguramente se molestará.
(Αν δεν αποκτήσεις πρόσβαση στην πρόσκληση, σίγουρα θα θυμώσει.)
Para acceder a la promoción, debes cumplir ciertos requisitos.
(Για να αποκτήσεις πρόσβαση στην προώθηση, πρέπει να πληροίς определенные προϋποθέσεις.)
Los turistas pueden acceder a la zona restringida solo con permiso.
(Οι τουρίστες μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση στη περιορισμένη περιοχή μόνο με άδεια.)
Η λέξη "acceder" προέρχεται από το λατινικό "accedere", που σημαίνει "προσεγγίζω" ή "πλησιάζω".
Συνώνυμα: - ingresar (εισέρχομαι) - entrar (μπαίνω)
Αντώνυμα: - salir (εξέρχομαι) - rechazar (απορρίπτω)