accesibilidad (ουσιαστικό)
[akθesiβiliðað]
Η λέξη "accesibilidad" αναφέρεται στην ικανότητα, την ευκολία ή την δυνατότητα πρόσβασης σε οτιδήποτε, όπως σε κτήρια, υπηρεσίες ή πληροφορίες. Συνήθως χρησιμοποιείται σε προγράμματα σχεδίασης ή πολιτικής που αποσκοπούν στην ενσωμάτωσή των ατόμων με αναπηρίες στην κοινωνία ή στην παροχή ίσων ευκαιριών πρόσβασης. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται και σε γενικό επίπεδο αλλά και πιο συγκεκριμένα στους τομείς της αρχιτεκτονικής, της τεχνολογίας και της πληροφορικής.
Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά και στα δύο, προφορικό και γραπτό πλαίσιο.
Η προσβασιμότητα είναι θεμελιώδης στον αστικό σχεδιασμό.
Necesitamos mejorar la accesibilidad en las instalaciones públicas.
Πρέπει να βελτιώσουμε την προσβασιμότητα στις δημόσιες εγκαταστάσεις.
La ley garantiza la accesibilidad de todos los ciudadanos a los servicios.
Η λέξη "accesibilidad" ενδέχεται να χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την αφομοίωση και την προσαρμογή κοινωνικών υπηρεσιών προς όλους τους πολίτες.
"Η μάχη για την προσβασιμότητα είναι ένα δικαίωμα για όλους."
"La accesibilidad digital abre puertas a nuevas oportunidades."
"Η ψηφιακή προσβασιμότητα ανοίγει πόρτες σε νέες ευκαιρίες."
"No podemos hablar de inclusión sin accesibilidad."
"Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ένταξη χωρίς προσβασιμότητα."
"La accesibilidad es clave para la igualdad social."
"Η προσβασιμότητα είναι κλειδί για την κοινωνική ισότητα."
"El transporte público debe garantizar la accesibilidad para todos."
"Οι δημόσιες συγκοινωνίες πρέπει να διασφαλίζουν την προσβασιμότητα για όλους."
"Promover la accesibilidad en la educación es imprescindible."
"Η προώθηση της προσβασιμότητας στην εκπαίδευση είναι απαραίτητη."
"La falta de accesibilidad puede ser un obstáculo para el desarrollo."
Η λέξη "accesibilidad" προέρχεται από το ρήμα "accesible," το οποίο έχει τις ρίζες του στο λατινικό "accessibilis," το οποίο σημαίνει "ευκολότερα προσιτός." Αποτελείται από το πρόθεμα "ac-" (προς) και τη λέξη "cessus" (προσήλωση ή πρόσβαση).
Συνώνυμα: - disponibilidad (διαθεσιμότητα) - apertura (ανοιχτότητα) - facilidad de acceso (ευκολία πρόσβασης)
Αντώνυμα: - inaccesibilidad (μη προσβασιμότητα) - exclusión (αποκλεισμός) - dificultad de acceso (δύσκολη πρόσβαση)