Adjetivo (επίθετο)
/akθeˈsiβle/ (ισπανική προφορά, χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο)
Η λέξη "accesible" σημαίνει ότι κάτι είναι διαθέσιμο ή ανοιχτό προς χρήση, δηλαδή μπορεί να προσεγγιστεί ή να χρησιμοποιηθεί εύκολα από κάποιον. Χρησιμοποιείται σε διάφορες περιπτώσεις, όπως η προσβασιμότητα κτηρίων, πληροφοριών ή υπηρεσιών. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη είναι αρκετά συχνή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η χρήση της μπορεί να είναι πιο κοινή σε τεχνικά ή επίσημα κείμενα.
Ο νέος νόμος καθιστά τη δημόσια συγκοινωνία πιο προσβάσιμη για όλους.
Este edificio es accesible para personas con movilidad reducida.
Αυτό το κτήριο είναι προσβάσιμο για άτομα με περιορισμένη κινητικότητα.
La información en el sitio web es accesible en varios idiomas.
Η λέξη "accesible" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την προσβασιμότητα και τη διαθεσιμότητα σε διάφορους τομείς.
Η εκπαίδευση πρέπει να είναι προσβάσιμη για όλους.
Hacer la tecnología más accesible es fundamental para el desarrollo.
Να καταστεί η τεχνολογία πιο προσβάσιμη είναι θεμελιώδες για την ανάπτυξη.
Los museos deben ofrecer tarifas accesibles para los visitantes.
Τα μουσεία πρέπει να προσφέρουν προσβάσιμες τιμές για τους επισκέπτες.
Un buen maestro es aquel que hace sus lecciones accesibles.
Η λέξη "accesible" προέρχεται από το λατινικό "accessibilis", που σημαίνει "εκείνος που μπορεί να προσεγγιστεί", από τη ρίζα "accessus", που σημαίνει "πρόσβαση".
Συνώνυμα: - Asequible (προσιτός) - Disponible (διαθέσιμος)
Αντώνυμα: - Inaccesible (μη προσβάσιμος) - Inalcanzable (μη εφικτό)