Η λέξη "acceso" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [akˈθeso] (στην Ισπανική προφορά)
Η λέξη "acceso" σημαίνει την ικανότητα ή την κατάσταση να μπορεί κάποιος να εισέλθει ή να χρησιμοποιήσει κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο, με περισσότερη συχνότητα σε τεχνικά ή νομικά πλαίσια (π.χ. πρόσβαση σε δεδομένα, πρόσβαση σε υπηρεσίες).
"El acceso a la información es fundamental en la era digital."
"Η πρόσβαση στην πληροφορία είναι θεμελιώδης στην ψηφιακή εποχή."
"Necesitamos un acceso más fácil al sistema de archivos."
"Χρειαζόμαστε μια πιο εύκολη πρόσβαση στο σύστημα αρχείων."
Η λέξη "acceso" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
"Tener acceso a los recursos educativos."
"Έχω πρόσβαση στους εκπαιδευτικούς πόρους."
"Ganar acceso a la tecnología moderna es vital."
"Η απόκτηση πρόσβασης στην σύγχρονη τεχνολογία είναι ζωτικής σημασίας."
"El acceso limitado puede causar frustrations."
"Η περιορισμένη πρόσβαση μπορεί να προκαλέσει απογοήτευση."
"Acceso directo a información confidencial."
"Άμεση πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες."
"Sin acceso a internet, es difícil trabajar hoy en día."
"Χωρίς πρόσβαση στο διαδίκτυο, είναι δύσκολο να δουλέψει κανείς σήμερα."
Η λέξη "acceso" προέρχεται από το Λατινικό "accessus", που σημαίνει "έξοδος" ή "προσέγγιση".
Συνώνυμα: - ingreso (είσοδος) - entrada (είσοδος)
Αντώνυμα: - bloqueo (φραγή) - restricción (περιορισμός)