Η λέξη "accesoria" (πληθυντικός: accesoria) είναι επίθετο. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό σε ορισμένες περιπτώσεις.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης είναι: /akθeˈsoɾja/ (στην Ισπανία) ή /akseˈsoɾja/ (σε Λατινική Αμερική).
Η λέξη "accesoria" σημαίνει "βοηθητικός" ή "παρεπόμενος" και χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε αντικείμενα που δεν είναι απαραίτητα, αλλά προσθέτουν λειτουργικότητα ή αισθητική σε κάτι άλλο. Στη γλώσσα των αξεσουάρ, αναφέρεται συχνά σε είδη μόδας ή αντικείμενα.
Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στο γραπτό λόγο, αλλά και στην καθημερινή συζήτηση, συμπεριλαμβανομένων θεμάτων σχετικών με τη μόδα, την τεχνολογία και το σχεδιασμό.
Τα κοσμήματα είναι ένα σημαντικό αξεσουάρ για να ολοκληρώσουν ένα στυλ.
Algunos accesorios son esenciales para el funcionamiento del dispositivo.
Ορισμένα αξεσουάρ είναι απαραίτητα για τη λειτουργία της συσκευής.
El bolso es un accesorio que puede cambiar totalmente un atuendo.
Η λέξη "accesoria" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις.
Όχι μόνο το φόρεμα είναι σημαντικό, αλλά και τα αξεσουάρ που επιλέγεις.
Los accesorios pueden hacer que un atuendo se vea más elegante.
Τα αξεσουάρ μπορούν να κάνουν ένα ντύσιμο να φαίνεται πιο κομψό.
Es fundamental elegir los accesorios adecuados para cada ocasión.
Είναι θεμελιώδες να επιλέγουμε τα κατάλληλα αξεσουάρ για κάθε περίσταση.
El uso de accesorios puede revelar mucho sobre la personalidad de una persona.
Η χρήση αξεσουάρ μπορεί να αποκαλύψει πολλά για την προσωπικότητα ενός ατόμου.
Los accesorios de moda pueden ser una forma de expresión personal.
Η λέξη "accesoria" προέρχεται από το λατινικό "accessorium", το οποίο σημαίνει "προστιθέμενο" ή "βοηθητικό".
Συνώνυμα: - complemento (συμπλήρωμα) - aditamento (πρόσθετο)
Αντώνυμα: - fundamental (βασικός) - principal (κύριος)
Αυτή η δομή παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "accesoria" στην ισπανική γλώσσα, καλύπτοντας διάφορες πτυχές της χρήσης και της σημασίας της.