Η λέξη "accesorio" είναι ένα ουσιαστικό.
/akθeˈsoɾio/ (Ισπανικά)
Η λέξη "accesorio" αναφέρεται σε αντικείμενα ή στοιχεία που προστίθενται σε κάτι άλλο για να το βελτιώσουν, να το διακοσμήσουν ή να το κάνουν πιο λειτουργικό. Στην καθημερινή γλώσσα, χρησιμοποιείται για να περιγράψει αξεσουάρ μόδας, αξεσουάρ ηλεκτρονικών συσκευών, καθώς και άλλα συμπληρωματικά στοιχεία. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της είναι αρκετά συνηθισμένη και μπορεί να συναντηθεί συχνά και στον γραπτό και στον προφορικό λόγο.
Los accesorios de moda son muy importantes para completar un look.
(Τα αξεσουάρ μόδας είναι πολύ σημαντικά για να ολοκληρώσουν ένα λουκ.)
Compré un accesorio para mi teléfono.
(Αγόρασα ένα αξεσουάρ για το τηλέφωνό μου.)
Los accesorios de cocina facilitan mucho el trabajo.
(Τα αξεσουάρ κουζίνας διευκολύνουν πολύ τη δουλειά.)
Η λέξη "accesorio" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Dame un accesorio para mi cinturón.
(Δώσε μου ένα αξεσουάρ για τη ζώνη μου.)
El accesorio final de la decoración es la lámpara.
(Το τελικό αξεσουάρ της διακόσμησης είναι η λάμπα.)
Siempre elijo un accesorio que combine con mis zapatos.
(Πάντα επιλέγω ένα αξεσουάρ που να ταιριάζει με τα παπούτσια μου.)
El accesorio que le falta a su look es un bolso.
(Το αξεσουάρ που λείπει από το λουκ της είναι μια τσάντα.)
Sin un buen accesorio, el vestido se ve simple.
(Χωρίς ένα καλό αξεσουάρ, το φόρεμα φαίνεται απλό.)
Η λέξη "accesorio" προέρχεται από το λατινικό "accessorius", που σημαίνει "πρόσθετος" ή "συμπληρωματικός".
Συνώνυμα: - complemento - adorno - ornamento
Αντώνυμα: - esencial - necesario - principal