accidentado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

accidentado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "accidentado" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [ak.si.ðenˈta.ðo]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία του "accidentado"

Η λέξη "accidentado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με ατυχήματα ή είναι επηρεασμένο από ατυχήματα. Στην ισπανική γλώσσα μπορεί να αναφέρεται σε καταστάσεις που είναι δύσκολες ή συγκεχυμένες, περισσότερης χρήσης στον προφορικό λόγο, αλλά γενικά είναι κατανοητή και στο γραπτό πλαίσιο. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέση.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "El accidente fue muy grave y dejó a muchas personas accidentadas en la carretera."
  2. "Το ατύχημα ήταν πολύ σοβαρό και άφησε πολλά άτομα ατυχημένα στον δρόμο."

  3. "La carretera está accidentada debido a las fuertes lluvias."

  4. "Ο δρόμος είναι προβληματικός λόγω των έντονων βροχοπτώσεων."

  5. "El informe reveló que el accidentado fue trasladado al hospital."

  6. "Η έκθεση αποκάλυψε ότι ο ατυχημένος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "accidentado" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως υπάρχουν μερικές χρήσεις:

  1. "Pasó una semana accidentada en la oficina."
  2. "Πέρασε μια προβληματική εβδομάδα στο γραφείο."

  3. "Tuvo un viaje accidentado por el mal tiempo."

  4. "Είχε ένα προβληματικό ταξίδι εξαιτίας του κακού καιρού."

  5. "El proyecto se volvió accidentado debido a los cambios constantes."

  6. "Το σχέδιο έγινε προβληματικό λόγω των συνεχών αλλαγών."

Ετυμολογία

Η λέξη "accidentado" προέρχεται από το λατινικό "accidentatum", που σημαίνει "αυτό που συμβαίνει", με επιρροές από τον όρο "accidere", σημαίνοντας "να συμβαίνει ή να πέφτει".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - problemático - accidentado (σε άλλες παραλλαγές)

Αντώνυμα: - seguro (ασφαλές) - tranquilo (ήρεμο)



23-07-2024