accidental - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

accidental (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "accidental" είναι επίθετο (adjetivo).

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /ˌæk.sɪˈdɛn.təl/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "accidental" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που συμβαίνει δίχως πρόθεση ή σχεδίαση, ως αποτέλεσμα τύχης ή απρογράμματος. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, αλλά είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη στον προφορικό λόγο. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης στους νομικούς και στρατιωτικούς τομείς για να αναφερθεί σε ατυχείς ή απρόβλεπτες περιστάσεις.

Συχνότητα Χρήσης: Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά κυρίως στον προφορικό λόγο, αν και οι νομικές και στρατηγικές αναφορές στο "accidental" υπάρχουν σε γραπτές μορφές.

Δείγμα προτάσεων

  1. "El accidente fue accidental y nadie resultó herido."
  2. "Το ατύχημα ήταν ακούσιο και κανείς δεν τραυματίστηκε."
  3. "Tomé una decisión accidental que cambió mi vida."
  4. "Έκανα μια ακούσια απόφαση που άλλαξε τη ζωή μου."
  5. "El informe reveló daños accidentales en la propiedad."
  6. "Η αναφορά αποκάλυψε τυχαίες ζημιές στην περιουσία."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "accidental" ενδέχεται να χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και είναι λιγότερο κοινή σε σχέση με άλλες λέξεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:

  1. "Fue un daño accidental."
  2. "Ήταν μια τυχαία ζημιά."

  3. "No quería causar un accidente accidental."

  4. "Δεν ήθελα να προκαλέσω μια ακούσια ατυχία."

  5. "El descubrimiento fue accidental e inesperado."

  6. "Η ανακάλυψη ήταν τυχαία και απροσδόκητη."

  7. "Su llegada fue accidental, pero fue un gran alivio."

  8. "Η άφιξή του ήταν τυχαία, αλλά ήταν μια μεγάλη ανακούφιση."

  9. "Tuvimos un encuentro accidental en la calle."

  10. "Είχαμε μια τυχαία συνάντηση στο δρόμο."

  11. "Los daños fueron considerados como incidentes accidentales."

  12. "Οι ζημιές θεωρήθηκαν ως ακούσια περιστατικά."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "accidentalis," που σημαίνει "αυτό που συμβαίνει" ή "σχετικό με το συμβάν." Το ρίζωμα "accidens" αναφέρεται στην έννοια του να συμβαίνει τυχαία.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - alevoso (άμαθος) - fortuito (τυχαίος) - involuntario (μη εθελοντικός)

Αντώνυμα: - intencional (σκόπιμος) - planeado (προγραμματισμένος) - deliberado (σκόπιμα αποφασισμένος)



23-07-2024