Το "accidentarse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA): /ak.si.ʊ̯en̪.t̪aɾ.se/
Η λέξη "accidentarse" σημαίνει "να πάθει ατύχημα". Χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει μια κατάσταση κατά την οποία κάποιος υποστεί ατύχημα, είτε σωματικά είτε υλικά. Είναι αρκετά συχνή στη γλώσσα και εμφανίζεται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτές αναφορές σχετικές με ατυχήματα.
El coche se accidentó en la carretera.
(Το αυτοκίνητο είχε ατύχημα στον δρόμο.)
Es importante tener cuidado para no accidentarse.
(Είναι σημαντικό να προσέχουμε για να μην έχουμε ατύχημα.)
Se accidentaron al cruzar la calle.
(Είχαν ατύχημα ενώ διάβαιναν το δρόμο.)
Το "accidentarse" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ενδέχεται να ενσωματωθεί σε άτυπες εκφράσεις ή φράσεις εθισμού:
No quiero accidentarme otra vez.
(Δεν θέλω να πάθω ατύχημα ξανά.)
Si conduces rápido, puedes accidentarte.
(Αν οδηγείς γρήγορα, μπορείς να έχεις ατύχημα.)
Siempre es mejor prevenir que accidentarse.
(Πάντα είναι καλύτερο να προλαμβάνουμε παρά να έχουμε ατύχημα.)
Το "accidentarse" προέρχεται από το λατινικό "accidens", που σημαίνει "συμβαίνει" ή "συμβάν", έρχεται από το ρήμα "accidere", που σημαίνει "να πέσει σε" ή "να συμβεί".
Συνώνυμα: - Sufrir un accidente (παθαίνω ατύχημα) - Colisionar (συγκρούομαι)
Αντώνυμα: - Evitar (αποφεύγω) - Prevenir (προλαμβάνω)
Αυτές οι πληροφορίες θα πρέπει να καλύπτουν όλες τις πτυχές της λέξης "accidentarse" και τη χρήση της στην ισπανική γλώσσα.