Το "accionar" είναι ρήμα στη γλώσσα Ισπανικών.
/akθjoˈnaɾ/ (σε ισπανική προφορά, το οποίο εξαρτάται από την περιοχή)
Η λέξη "accionar" αναφέρεται στην ενέργεια του να κάνεις κάτι ή να δώσεις μια εντολή ή να εκτελείς μια δράση. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στη γλώσσα Ισπανικών, κυρίως σε γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, ειδικά σε επιχειρηματικό και νομικό περιβάλλον.
Είναι σημαντικό να το ενεργοποιήσεις σωστά για να αποκτήσεις αποτελέσματα.
Antes de accionar el equipo, asegúrate de tener todo listo.
Η λέξη "accionar" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμπλέκεται σε συνδυασμούς που περιγράφουν δράσεις ή κινήσεις.
Η ενεργοποίηση της συναγερμού είναι κρίσιμη σε στιγμές έκτακτης ανάγκης.
A veces, es necesario accionar una estrategia diferente para tener éxito.
Κάποιες φορές, είναι απαραίτητο να δράσεις με μια διαφορετική στρατηγική για να πετύχεις.
Accionar los frenos a tiempo puede evitar un accidente.
Η λέξη "accionar" προέρχεται από το ουσιαστικό "acción", το οποίο έχει λατινικές ρίζες ("actio"). Η τωρινή μορφή της λέξης εξελίχθηκε μέσα από τη διαδικασία λέξεων και γλωσσολογικών μεταβολών στα Ισπανικά.
Η λέξη "accionar" είναι αρκετά πολυδιάστατη και χρησιμοποιείται σε πολλές καταστάσεις στη ζωή μας, κυρίως όταν αναφερόμαστε στο να εκτελούμε δουλειές ή να ακολουθούμε διαδικασίες.