Acechador είναι ουσιαστικό.
IPA: /aθeˈt͡ʃaðoɾ/
Η λέξη acechador αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που παρακολουθεί κρυφά ή κρυφά καταδιώκει κάποιον άλλο. Συχνά χρησιμοποιείται με αρνητική ή επικίνδυνη έννοια, υποδεικνύοντας κάποιον που έχει κακόβουλες προθέσεις. Στα ισπανικά, η χρήση της ενδέχεται να είναι πιο συχνή σε γραπτά συμφραζόμενα, όπως λογοτεχνία ή περιγραφές εγκλημάτων, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο.
Ο παρακολούθος κινούνταν στο σκοτάδι.
La policía atrapó al acechador antes de que pudiera actuar.
Η λέξη acechador μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν καταστάσεις επιτήρησης ή κινδύνου.
Να είσαι σαν έναν παρακολούθο. (δηλαδή, να είσαι πολύ προσεκτικός ή ύποπτος).
Sentir la mirada del acechador.
Να νιώθεις το βλέμμα του κυνηγού. (δηλαδή, να νιώθεις ότι κάποιος σε παρακολουθεί).
No seas un acechador, habla directamente.
Η λέξη acechador προέρχεται από το ρήμα acechar, το οποίο σημαίνει "παρακολουθώ" ή "κρυφά παρακολουθώ", και έχει τις ρίζες του στη λατινική γλώσσα.
Συνώνυμα: - Observador (παρατηρητής) - Vigilante (φύλακας)
Αντώνυμα: - Ignorante (άσχετος) - Distante (μακρινός)