Ρήμα
[aθeˈχaɾ]
Η λέξη "acechar" σημαίνει να παρακολουθείς ή να παραμονεύεις κάποιον με σκοπό να επιτεθείς ή να τον παρατηρήσεις κρυφά. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιγραφές δραστηριοτήτων όπως η παρακολούθηση ενός ατόμου ή η προετοιμασία για μια επίθεση. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με πιο συχνή παρουσία στον προφορικό λόγο, κυρίως σε καταστάσεις που αφορούν περιπέτειες ή εγκλήματα.
Παραδείγματα προτάσεων:
- El lobo acechó a su presa en la oscuridad.
(Ο λύκος παρακολουθούσε την λεία του στο σκοτάδι.)
Η λέξη "acechar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την παρακολούθηση ή την υπομονετική αναμονή.
Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων:
- Acechar como un depredador.
(Παρακολουθώ σαν ένας θηρευτής.)
Acechar la oportunidad.
(Παρακολουθώ την ευκαιρία.)
No aceches tus sueños, persíguelo.
(Μην παρακολουθείς τα όνειρά σου, κυνήγησέ τα.)
Acechar desde las sombras.
(Παρακολουθώ από τις σκιές.)
Η λέξη "acechar" προέρχεται από το λατινικό "adsecare", το οποίο σημαίνει "να παραμονεύεις".
Συνώνυμα: - seguir (να ακολουθείς) - vigilar (να επιβλέπεις)
Αντώνυμα: - ignorar (να αγνοείς) - desatender (να παραμελείς)