acechar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

acechar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

[aθeˈχaɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση στη Γλώσσα Ισπανικά

Η λέξη "acechar" σημαίνει να παρακολουθείς ή να παραμονεύεις κάποιον με σκοπό να επιτεθείς ή να τον παρατηρήσεις κρυφά. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιγραφές δραστηριοτήτων όπως η παρακολούθηση ενός ατόμου ή η προετοιμασία για μια επίθεση. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με πιο συχνή παρουσία στον προφορικό λόγο, κυρίως σε καταστάσεις που αφορούν περιπέτειες ή εγκλήματα.

Παραδείγματα προτάσεων: - El lobo acechó a su presa en la oscuridad.
(Ο λύκος παρακολουθούσε την λεία του στο σκοτάδι.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "acechar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την παρακολούθηση ή την υπομονετική αναμονή.

Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων: - Acechar como un depredador.
(Παρακολουθώ σαν ένας θηρευτής.)

Ετυμολογία

Η λέξη "acechar" προέρχεται από το λατινικό "adsecare", το οποίο σημαίνει "να παραμονεύεις".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - seguir (να ακολουθείς) - vigilar (να επιβλέπεις)

Αντώνυμα: - ignorar (να αγνοείς) - desatender (να παραμελείς)



22-07-2024