acecho - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

acecho (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "acecho" είναι ουσιαστικό (sustantivo).

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [aˈθet͡ʃo]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "acecho" αναφέρεται στην ενέργεια της κρυφής παρακολούθησης ή κατασκοπίας κάποιου, συνήθως με σκοπό να αποκαλυφθεί ή να επηρεαστεί η συμπεριφορά του ατόμου που παρακολουθείται. Συχνά χρησιμοποιείται σε στρατιωτικά ή κατασκοπευτικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι κυρίως γραπτή, αν και μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε συζητήσεις που αφορούν στρατηγικές ή επιχειρησιακές τακτικές.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El soldado se movía en acecho detrás de los arbustos.
    Ο στρατιώτης κινείτο σε κατασκοπία πίσω από τους θάμνους.

  2. El acecho del enemigo era constante durante la guerra.
    Η παρακολούθηση του εχθρού ήταν συνεχής κατά τη διάρκεια του πολέμου.

  3. Mediante el acecho, el cazador logró atrapar su presa.
    Μέσω της παρακολούθησης, ο κυνηγός κατάφερε να πιάσει το θήραμά του.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "acecho" εμφανίζεται και σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις ή εκφράσεις που επικεντρώνονται σε έννοιες παρακολούθησης ή στρατηγικής.

  1. Estar en acecho.
    Να είσαι σε θέση παρακολούθησης.
    (Σημαίνει να περιμένεις υπομονετικά μια ευκαιρία ή να ελέγχεις μία κατάσταση.)

  2. Acecho constante.
    Συνεχής παρακολούθηση.
    (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου υπάρχει συνεχής επιτήρηση.)

  3. Acechar a la víctima.
    Παρακολουθώ το θύμα.
    (Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε παρακολούθηση κάποιου προσώπου με κακόβουλους σκοπούς.)

  4. Acecho silencioso.
    Σιωπηλή παρακολούθηση.
    (Αναφέρεται σε μια διακριτική ή κρυφή παρακολούθηση που μπορεί να μην είναι άμεσα αντιληπτή.)

Ετυμολογία

Η λέξη "acecho" προέρχεται από το ρήμα "acechar", που σημαίνει "παρακολουθώ κρυφά", και έχει ρίζα που συνδέεται με την ιδέα του να βρίσκεσαι σε ετοιμότητα για επίθεση ή σύλληψη.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - emboscada (παγίδα) - observación (παρατήρηση)

Αντώνυμα: - exposición (εκθεση) - apertura (άνοιγμα)



23-07-2024