Το "acecho" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Φωνητική μεταγραφή: [aˈθet͡ʃo]
Η λέξη "acecho" αναφέρεται στην ενέργεια της κρυφής παρακολούθησης ή κατασκοπίας κάποιου, συνήθως με σκοπό να αποκαλυφθεί ή να επηρεαστεί η συμπεριφορά του ατόμου που παρακολουθείται. Συχνά χρησιμοποιείται σε στρατιωτικά ή κατασκοπευτικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι κυρίως γραπτή, αν και μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε συζητήσεις που αφορούν στρατηγικές ή επιχειρησιακές τακτικές.
El soldado se movía en acecho detrás de los arbustos.
Ο στρατιώτης κινείτο σε κατασκοπία πίσω από τους θάμνους.
El acecho del enemigo era constante durante la guerra.
Η παρακολούθηση του εχθρού ήταν συνεχής κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Mediante el acecho, el cazador logró atrapar su presa.
Μέσω της παρακολούθησης, ο κυνηγός κατάφερε να πιάσει το θήραμά του.
Η λέξη "acecho" εμφανίζεται και σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις ή εκφράσεις που επικεντρώνονται σε έννοιες παρακολούθησης ή στρατηγικής.
Estar en acecho.
Να είσαι σε θέση παρακολούθησης.
(Σημαίνει να περιμένεις υπομονετικά μια ευκαιρία ή να ελέγχεις μία κατάσταση.)
Acecho constante.
Συνεχής παρακολούθηση.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου υπάρχει συνεχής επιτήρηση.)
Acechar a la víctima.
Παρακολουθώ το θύμα.
(Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε παρακολούθηση κάποιου προσώπου με κακόβουλους σκοπούς.)
Acecho silencioso.
Σιωπηλή παρακολούθηση.
(Αναφέρεται σε μια διακριτική ή κρυφή παρακολούθηση που μπορεί να μην είναι άμεσα αντιληπτή.)
Η λέξη "acecho" προέρχεται από το ρήμα "acechar", που σημαίνει "παρακολουθώ κρυφά", και έχει ρίζα που συνδέεται με την ιδέα του να βρίσκεσαι σε ετοιμότητα για επίθεση ή σύλληψη.
Συνώνυμα: - emboscada (παγίδα) - observación (παρατήρηση)
Αντώνυμα: - exposición (εκθεση) - apertura (άνοιγμα)