Aceite είναι ουσιαστικό.
/fɾaɣaʊ̯/
Η λέξη "aceite" αναφέρεται σε υγρά λίπη που μπορούν να προέρχονται από φυτά ή ζώα και χρησιμοποιούνται κυρίως στη μαγειρική, αλλά και στη βιομηχανία και τη φαρμακευτική. Το "aceite" είναι συνηθισμένη λέξη στην καθημερινή ομιλία και χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, ειδικά σε συζητήσεις που αφορούν το φαγητό ή τη φροντίδα υγείας.
Το ελαιόλαδο είναι πολύ υγιεινό.
Necesito comprar aceite para cocinar.
Χρειάζομαι να αγοράσω λάδι για να μαγειρέψω.
El aceite mineral se utiliza en algunos medicamentos.
Η λέξη "aceite" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
"Μην βάζεις λάδι στη φωτιά με αυτά τα σχόλια."
Aceite de serpiente
"Αυτό το συμπλήρωμα είναι απλώς απατηλή πρακτική."
Echar más aceite al fuego
"Η αντίδρασή του απλά πρόσθεσε κακό στην κατάσταση."
Aceite y agua
Η λέξη "aceite" προέρχεται από το αραβικό "الزيت" (الْزَّيْت, "az-zayt") που σημαίνει "λάδι". Αρχικά, χρησιμοποιούνταν για το ελαιόλαδο και στη συνέχεια επεκτάθηκε για να περιλάβει διάφορους τύπους ελαίων.
Συνώνυμα: - óleo (λατινικής προέλευσης για λάδι ή έλαιο) - grasas (λίπη)
Αντώνυμα: - agua (νερό) - seco (ξηρός/ξηρή)