aceite - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

aceite (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Aceite είναι ουσιαστικό.

Φωνητική Μεταγραφή

/fɾaɣaʊ̯/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "aceite" αναφέρεται σε υγρά λίπη που μπορούν να προέρχονται από φυτά ή ζώα και χρησιμοποιούνται κυρίως στη μαγειρική, αλλά και στη βιομηχανία και τη φαρμακευτική. Το "aceite" είναι συνηθισμένη λέξη στην καθημερινή ομιλία και χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, ειδικά σε συζητήσεις που αφορούν το φαγητό ή τη φροντίδα υγείας.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. El aceite de oliva es muy saludable.
  2. Το ελαιόλαδο είναι πολύ υγιεινό.

  3. Necesito comprar aceite para cocinar.

  4. Χρειάζομαι να αγοράσω λάδι για να μαγειρέψω.

  5. El aceite mineral se utiliza en algunos medicamentos.

  6. Το ορυκτό έλαιο χρησιμοποιείται σε ορισμένα φάρμακα.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "aceite" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:

  1. Poner aceite en el fuego
  2. Σημαίνει να επιδεινώνεις μια κατάσταση.
  3. "No pongas aceite en el fuego con esos comentarios."
  4. "Μην βάζεις λάδι στη φωτιά με αυτά τα σχόλια."

  5. Aceite de serpiente

  6. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια απατηλή πρακτική ή προϊόν, συνήθως στη φαρμακευτική.
  7. "Ese suplemento es solo aceite de serpiente."
  8. "Αυτό το συμπλήρωμα είναι απλώς απατηλή πρακτική."

  9. Echar más aceite al fuego

  10. Αυτή η έκφραση σημαίνει προσθέτω κακό στην κατάσταση.
  11. "Su reacción solo echó más aceite al fuego."
  12. "Η αντίδρασή του απλά πρόσθεσε κακό στην κατάσταση."

  13. Aceite y agua

  14. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει δυο πράγματα που δεν θα μπλέκονται μαζί.
  15. "Su amistad y su trabajo son como aceite y agua."
  16. "Η φιλία και η δουλειά τους είναι σαν λάδι και νερό."

Ετυμολογία της Λέξης

Η λέξη "aceite" προέρχεται από το αραβικό "الزيت" (الْزَّيْت, "az-zayt") που σημαίνει "λάδι". Αρχικά, χρησιμοποιούνταν για το ελαιόλαδο και στη συνέχεια επεκτάθηκε για να περιλάβει διάφορους τύπους ελαίων.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - óleo (λατινικής προέλευσης για λάδι ή έλαιο) - grasas (λίπη)

Αντώνυμα: - agua (νερό) - seco (ξηρός/ξηρή)



22-07-2024