Η λέξη "acelerado" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "acelerado" είναι [aseleˈɾaðo].
Η λέξη "acelerado" προέρχεται από το ρήμα "acelerar", που σημαίνει "να επιταχύνει". Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάτι ή σε κάποιον που κινείται γρήγορα ή που επιταχύνει τη διαδικασία κάποιου πράγματος. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Ωστόσο, ενδέχεται να εμφανίζεται πιο συχνά σε εννοιολογικά και τεχνικά κείμενα, όπου απαιτείται ακριβής περιγραφή ταχύτητας και επιτάχυνσης.
El coche está acelerado y no puede frenar a tiempo.
(Το αυτοκίνητο είναι επιταχυνόμενο και δεν μπορεί να φρενάρει εγκαίρως.)
Su ritmo de trabajo es acelerado, pero muy eficiente.
(Ο ρυθμός εργασίας του είναι επιταχυνόμενος, αλλά πολύ αποδοτικός.)
El procesador de la computadora está acelerado por el nuevo software.
(Ο επεξεργαστής του υπολογιστή είναι επιταχυνόμενος από το νέο λογισμικό.)
Η λέξη "acelerado" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενταχθεί σε προτάσεις που εκφράζουν την επιταχυνόμενη φύση καταστάσεων ή ενεργειών. Ορισμένες σχετικές προτάσεις θα μπορούσαν να είναι:
Vive su vida de manera acelerada y no se detiene a pensar.
(Ζει τη ζωή του με επιταχυνόμενο ρυθμό και δεν σταματά να σκεφτεί.)
La sociedad actual a menudo exige un estilo de vida acelerado.
(Η σύγχρονη κοινωνία συχνά απαιτεί έναν επιταχυνόμενο τρόπο ζωής.)
En este proyecto, necesitamos un enfoque más acelerado para cumplir los plazos.
(Σε αυτό το έργο, χρειάζονται μια πιο επιταχυνόμενη προσέγγιση για να τηρήσουμε τις προθεσμίες.)
El crecimiento acelerado de la tecnología exige adaptación constante.
(Η επιταχυνόμενη ανάπτυξη της τεχνολογίας απαιτεί συνεχώς προσαρμογή.)
Η λέξη "acelerado" προέρχεται από το λατινικό "accelerare", που σημαίνει "να επιταχύνει", και συνδέεται με την ιδέα της αύξησης της ταχύτητας.
Συνώνυμα: - rápido (γρήγορος) - apresurado (βιαστικός)
Αντώνυμα: - lento (αργός) - pausado (με αργό ρυθμό)