Η λέξη "acelerador" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
/aθeleɾaˈðoɾ/
Η λέξη "acelerador" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε έναν μηχανισμό ή συσκευή που επιταχύνει ή αυξάνει την ταχύτητα ή την απόδοση. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η μηχανολογία, η φυσική και η ιατρική. Συχνά χρησιμοποιείται σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα, αλλά και σε καθημερινές συνομιλίες, ανάλογα με το περιβάλλον.
Η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά συχνά στη γραπτή γλώσσα, ειδικά εντός τεχνικών και επιστημονικών κειμένων. Στον προφορικό λόγο, είναι λιγότερο συνηθισμένη, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε σχετικές συζητήσεις.
Η επιτάχυνση του αυτοκινήτου εξαρτάται από τον επιταχυντή.
El acelerador del motor debe ser calibrado correctamente.
Η λέξη "acelerador" μπορεί να μην έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στο ισπανικά, αλλά μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μερικές φράσεις που περιλαμβάνουν τον όρο.
Να έχεις τον επιταχυντή στο τέρμα. (Να κάνεις κάτι με πολύ ενθουσιασμό ή σεγγυαία εντάσεις).
Acelerar el proceso.
Να επιταχύνεις τη διαδικασία. (Να κάνεις κάτι πιο γρήγορα).
Pisar el acelerador.
Να πατήσεις το γκάζι. (Να προχωρήσεις τα πράγματα πιο γρήγορα).
Estar en el acelerador.
Να είσαι στο γκάζι. (Να είσαι σε μια κατάσταση ενεργητικότητας ή βιασύνης).
Acelerador de partículas.
Η λέξη "acelerador" προέρχεται από το ρήμα "acelerar", το οποίο σημαίνει "να επιταχύνει". Η ρίζα της λέξης προέρχεται από το λατινικό "accelerare".
impulsor (ενεργοποιητής)
Αντώνυμα: