Η λέξη "acelerar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κατά την οποία κάτι γίνεται γρηγορότερα ή επιταχύνεται. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως στη φυσική, την τεχνολογία, ακόμη και στον στρατό (π.χ. στο πλαίσιο στρατηγικών κινήσεων). Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Los coches necesitan acelerar para llegar a tiempo.
(Τα αυτοκίνητα χρειάζονται να επιταχύνουν για να φτάσουν εγκαίρως.)
Debemos acelerar el proceso de producción.
(Πρέπει να επιταχύνουμε τη διαδικασία παραγωγής.)
El piloto decidió acelerar en la recta final.
(Ο πιλότος αποφάσισε να επιταχύνει στην τελική ευθεία.)
Η λέξη "acelerar" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Acelerar el paso.
(Να επιταχύνω το βήμα μου.)
Αυτή η έκφραση σημαίνει να γίνεσαι πιο γρηγορος στις κινήσεις σου.
Acelerar los acontecimientos.
(Να επιταχύνω τα γεγονότα.)
Αυτό χρησιμοποιείται για να περιγράψει την επιθυμία να ολοκληρωθεί κάτι πιο γρήγορα.
Acelerar el corazón.
(Να επιταχύνω την καρδιά.)
Χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει την αίσθηση του ενθουσιασμού ή του άγχους.
No hay que acelerar las cosas.
(Δεν πρέπει να επιταχύνουμε τα πράγματα.)
Αυτή η φράση σημαίνει ότι πρέπει να έχουμε υπομονή και να μην βιαζόμαστε σε μια κατάσταση.
Η λέξη "acelerar" προέρχεται από το Λατινικό "accelerare", που είναι ένα σύνθετο από το "ad-" (προς) και "celer" (γρήγορος).
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια λεπτομερή ανάλυση της λέξης "acelerar" και τη χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά.