Η λέξη "acento" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στα Ισπανικά χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /aˈθento/ (σε περιοχές της Ισπανίας) ή /aˈsento/ (σε περιοχές της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη "acento" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε διάφορες έννοιες, όπως: - Η ένταση που δίνεται σε μια συλλαβή ή σε μια λέξη (γραμματική έννοια). - Ο τόνος ή η προφορά που έχει κάποιος όταν μιλάει, που μπορεί να αναγνωρίζει την προέλευση ή τον γεωγραφικό τόπο του ομιλητή.
Στην ισπανική γλώσσα χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μεγαλύτερη συχνότητα στη γραφή λόγω του ότι οι γραμματικοί κανόνες απαιτούν τη χρήση τονισμένων φωνηέντων.
Η έμφαση στη λέξη "τραγούδι" πέφτει στην τελευταία συλλαβή.
Su acento argentino es muy característico.
Η λέξη "acento" βρίσκεται και σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
"Δίνω έμφαση σε κάτι" σημαίνει να δώσεις σημασία σε ένα συγκεκριμένο θέμα.
"Tener acento de" se refiere a la pronunciación característica de una región.
"Έχω προφορά από" αναφέρεται στην χαρακτηριστική προφορά μιας περιοχής.
"Sacar acento" implica pronunciar una palabra de manera incorrecta o diferente.
Η λέξη "acento" προέρχεται από το λατινικό "accentus", που σημαίνει "τόνος, προφορά".
Συνώνυμα: - énfasis (έμφαση) - tono (τόνος)
Αντώνυμα: - silencio (σιωπή) - desinterés (αδιαφορία)
Αυτή η ανάλυση προσφέρει μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "acento" στην ισπανική γλώσσα, τις χρήσεις της και τις γλωσσικές δομές που σχετίζονται με αυτήν.