Η λέξη "acentuado" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "acentuado" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /aθenˈt̪wado/
Η μετάφραση της λέξης "acentuado" στα Ελληνικά μπορεί να είναι: - τονισμένος - με έμφαση
Η λέξη "acentuado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει τονιστεί ή έχει έμφαση. Στη γλώσσα των γραμματικών κανόνων, αναφέρεται σε λέξεις που φέρουν τόνους ή έχουν έντονη προφορά. Η χρήση της προέρχεται κυρίως από τη γραπτή μορφή της γλώσσας και εμφανίζεται συχνά σε γραμματικά κείμενα ή διδασκαλίες.
Η λέξη "acentuado" χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε εκπαιδευτικά έγγραφα ή αναλύσεις γλωσσολογίας, λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Η λέξη "δέντρο" είναι τονισμένη στην πρώτη συλλαβή.
El acentuado de las palabras es importante para la correcta pronunciación.
Ο τονισμός των λέξεων είναι σημαντικός για τη σωστή προφορά.
En español, los verbos acentuados indican cambios de significado.
Η λέξη "acentuado" δεν θεωρείται συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις που αναφέρονται στην έντονη έμφαση ή χαρακτηριστικά. Ακολουθούν παραδείγματα:
Νιώθω ότι η φωνή του/της είναι τονισμένη αυτή τη στιγμή.
Es un aspecto acentuado de su personalidad.
Είναι μια έντονα τονισμένη πτυχή της προσωπικότητάς του/της.
El acentuado cambio de humor nos sorprendió a todos.
Η λέξη "acentuado" προέρχεται από το ρήμα "acentuar", που σημαίνει "να τονίζω", με το επίθημα "-ado" που υποδηλώνει μια κατάσταση που σχετίζεται με τη δράση του ρήματος.
Συνώνυμα: - Enfático - Intensificado
Αντώνυμα: - Desacentuado - Atenuado