Το "acentuarse" είναι ρήμα.
Η φωνητική του μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /aθenˈtwaɾse/
Το "acentuarse" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "τονίζομαι" ή "ενισχύομαι".
Η λέξη "acentuarse" αναφέρεται σε κάτι που τονίζεται ή ενισχύεται. Στην ισπανική γλώσσα χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις όπου κάτι αναδεικνύεται ή γίνεται πιο έντονο. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά ειδικά στον γραπτό λόγο μπορεί να έχει περισσότερες επιστημονικές ή λογοτεχνικές εφαρμογές.
Η σημασία της εκπαίδευσης τονίζεται σε αυτή την κρίση.
Es necesario acentuarse en los detalles para evitar errores.
Η λέξη "acentuarse" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις.
Το πρόβλημα τονίζεται όλο και περισσότερο με τον καιρό.
Acentuarse en lo positivo es crucial para nuestra salud mental.
Το να τονίζεται το θετικό είναι κρίσιμο για την ψυχική μας υγεία.
La tensión entre los equipos se acentúa durante las competencias.
Η ένταση μεταξύ των ομάδων τονίζεται κατά τη διάρκεια των αγώνων.
Es fundamental acentuarse en el trabajo en equipo.
Το "acentuarse" προέρχεται από το ουσιαστικό "acento", που σημαίνει τονισμό, και το επίθημα "-arse", που σχηματίζει ανακλαστικά ρήματα, υποδεικνύοντας ότι ο τονισμός επηρεάζει το ίδιο το υποκείμενο.
Συνώνυμα: - Enfatizar (τονίζω) - Recalcar (υπογραμμίζω) - Destacar (ξεχωρίζω)
Αντώνυμα: - Apagar (σβήνω) - Minimizar (μειώνω) - Ocultar (κρύβω)