Επίθετο.
/asepˈtable/
Η λέξη "aceptable" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που θεωρείται ικανοποιητικό ή που μπορεί να γίνει αποδεκτό. Χρησιμοποιείται σε ποικίλα πλαίσια, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών, νομικών και επαγγελματικών καταστάσεων. Στη γλώσσα αυτή, η λέξη έχει μέτρια συχνότητα χρήσης και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
"Η ποιότητα του προϊόντος είναι αποδεκτή."
"Es necesario encontrar una solución aceptable para todos."
"Είναι απαραίτητο να βρεθεί μια αποδεκτή λύση για όλους."
"Su comportamiento fue considerado aceptable en la reunión."
Η λέξη "aceptable" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να εμφανιστεί σε ευρύτερες εκφράσεις ευθυγράμμισης ή αποδοχής:
"Είναι το ελάχιστο αποδεκτό σε αυτό το έργο."
"La respuesta fue más que aceptable."
"Η απάντηση ήταν περισσότερο από αποδεκτή."
"Tenemos que llegar a un acuerdo aceptable."
"Πρέπει να καταλήξουμε σε μια αποδεκτή συμφωνία."
"Un salario aceptable es fundamental para la motivación."
Η "aceptable" προέρχεται από το ρήμα "aceptar", το οποίο σημαίνει "να αποδεχθείς" ή "να δεχθείς". Το επίθημα "-able" προστίθεται για να υποδηλώσει ότι κάτι μπορεί να γίνει αποδεκτό.
Συνώνυμα: - Admisible (αποδεκτός) - Aprobable (εγκεκριμένος)
Αντώνυμα: - Inaceptable (μη αποδεκτός) - Rechazable (αναρμόδιος)