Το "aceptar" είναι ρήμα.
/aθepˈtaɾ/ (στην ισπανική προφορά)
Η λέξη "aceptar" σημαίνει να δέχεσαι ή να αποδέχεσαι κάτι, είτε αυτό είναι μια πρόταση, μια κατάσταση, είτε οποιοδήποτε άλλο είδος προσφοράς. Χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συζητήσεις καθώς και σε νομικά και οικονομικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης του είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο.
Παραδείγματα προτάσεων: 1. Voy a aceptar su propuesta. - Θα αποδεχθώ την πρότασή του.
Η λέξη "aceptar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Παραδείγματα: 1. Aceptar las consecuencias. - Να αποδεχθώ τις συνέπειες.
Να δέχομαι μια πρόκληση.
Aceptar la realidad.
Να αποδεχθώ την πραγματικότητα.
Aceptar las diferencias.
Να αποδεχθώ τις διαφορές.
Aceptar una disculpa.
Η λέξη "aceptar" προέρχεται από τα λατινικά "acceptare", που σημαίνει "να δέχεσαι" ή "να αποδέχεσαι".
Συνώνυμα: - Admitir (να παραδεχτώ) - Reconocer (να αναγνωρίσω) - Tolerar (να ανέχομαι)
Αντώνυμα: - Rechazar (να απορρίψω) - Negar (να αρνηθώ) - Desestimar (να απορρίψω)