aceptar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

aceptar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "aceptar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/aθepˈtaɾ/ (στην ισπανική προφορά)

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρησιμοποίηση

Η λέξη "aceptar" σημαίνει να δέχεσαι ή να αποδέχεσαι κάτι, είτε αυτό είναι μια πρόταση, μια κατάσταση, είτε οποιοδήποτε άλλο είδος προσφοράς. Χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συζητήσεις καθώς και σε νομικά και οικονομικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης του είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο.

Παραδείγματα προτάσεων: 1. Voy a aceptar su propuesta. - Θα αποδεχθώ την πρότασή του.

  1. No puedo aceptar este regalo.
  2. Δεν μπορώ να δέχομαι αυτό το δώρο.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "aceptar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα.

Παραδείγματα: 1. Aceptar las consecuencias. - Να αποδεχθώ τις συνέπειες.

  1. Aceptar un reto.
  2. Να δέχομαι μια πρόκληση.

  3. Aceptar la realidad.

  4. Να αποδεχθώ την πραγματικότητα.

  5. Aceptar las diferencias.

  6. Να αποδεχθώ τις διαφορές.

  7. Aceptar una disculpa.

  8. Να δέχομαι μια συγνώμη.

Ετυμολογία

Η λέξη "aceptar" προέρχεται από τα λατινικά "acceptare", που σημαίνει "να δέχεσαι" ή "να αποδέχεσαι".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Admitir (να παραδεχτώ) - Reconocer (να αναγνωρίσω) - Tolerar (να ανέχομαι)

Αντώνυμα: - Rechazar (να απορρίψω) - Negar (να αρνηθώ) - Desestimar (να απορρίψω)



22-07-2024