Η λέξη "acequia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/aseˈki.a/
Η "acequia" αναφέρεται συνήθως σε ένα κανάλι ή υδραγωγείο που χρησιμοποιείται για την άρδευση αγροτικών εκτάσεων, κυρίως σε περιοχές με ξηρό κλίμα. Χρησιμοποιείται ευρέως στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπου η γεωργία απαιτεί συστηματική άρδευση. Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά ή γεωργικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή στον προφορικό λόγο, ειδικά σε περιοχές όπου το σύστημα άρδευσης είναι μικρής κλίμακας και έχει ιστορικούς δεσμούς με την πολιτιστική κληρονομιά.
La acequia del pueblo lleva agua fresca durante todo el año.
(Το κανάλι του χωριού φέρνει φρέσκο νερό καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου.)
Los agricultores dependen de la acequia para regar sus cultivos.
(Οι αγρότες εξαρτώνται από το κανάλι για να ποτίζουν τις καλλιέργειές τους.)
Η λέξη "acequia" δεν είναι ευρέως γνωστή από πλευράς ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να κάνει αναφορά σε πολιτιστικά ή γεωργικά συμφραζόμενα σε περιφέρειες όπου οι παραδοσιακές μέθοδοι άρδευσης είναι σημαντικές.
"La acequia de la tradición nunca se seca."
(Το κανάλι της παράδοσης δεν στεγνώνει ποτέ.)
"Aunque el camino sea duro, la acequia siempre lleva agua."
(Αν και ο δρόμος είναι δύσκολος, το κανάλι φέρνει πάντα νερό.)
Η λέξη "acequia" προέρχεται από τον αραβικό όρο "الساقية" (as-sāqiya), που σημαίνει "το κανάλι" ή "το υδραγωγείο". Η επιρροή της αραβικής γλώσσας στη Ισπανία κατά την Μεσαιωνική Εποχή έχει μεταφέρει πολλές λέξεις σχετικές με το νερό και την γεωργία.
Συνώνυμα: - Canal - Acueducto
Αντώνυμα: - Desagüe (αποχέτευση) - Seco (ξηρός)