Το "acercar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "acercar" στα διεθνή φωνητικά αλφάβητα (IPA) είναι: /aθeɾˈkaɾ/ (στην ισπανική προφορά, που μπορεί να διαφέρει ελαφρώς από περιοχή σε περιοχή).
Το ρήμα "acercar" σημαίνει να φέρνω κάτι ή κάποιον πιο κοντά σε ένα σημείο ή πρόσωπο. Χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις, από την κυριολεκτική έννοια της φυσικής εγγύτητας μέχρι τη μεταφορική έννοια της προσέγγισης σε ιδέες ή σχέσεις. Είναι αρκετά συχνό στην ισπανική γλώσσα και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Voy a acercar la silla a la mesa.
(Θα φέρω την καρέκλα κοντά στο τραπέζι.)
El maestro necesita acercar los conceptos a los estudiantes.
(Ο δάσκαλος χρειάζεται να προσεγγίσει τις έννοιες στους μαθητές.)
Η λέξη "acercar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Acercar posturas.
(Προσεγγίζω θέσεις.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία εύρεσης ενός κοινού σημείου ή συμφωνίας.
Acercar el corazón.
(Προσεγγίζω την καρδιά.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ενέργεια της ψυχολογικής ή συναισθηματικής προσέγγισης κάποιου.
Acercar a alguien a la realidad.
(Εγώ φέρνω κάποιον κοντά στην πραγματικότητα.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη διαδικασία της εξήγησης ή παρουσίασης της πραγματικότητας σε κάποιον.
Η λέξη "acercar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "ad-accersare", όπου "ad-" σημαίνει "προς" και "accersare" σημαίνει "καλείν" ή "φέρω". Η σύσταση αυτή υποδηλώνει την έννοια της προσέγγισης.
Η λέξη "acercar" συνδέεται με την έννοια της εγγύτητας και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλούς τομείς, όπως στις προσωπικές σχέσεις, τη στρατηγική, την κοινωνική ή πολιτική διάσταση και πιο γενικά στον τομέα της επικοινωνίας.