Acercarse είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /aθeɾˈkaɾse/ (ισπανική προφορά σκεφτείτε κάπως σαν "αθερκαρσε").
Η λέξη acercarse σημαίνει την κίνηση προς ένα αντικείμενο ή άτομο, είτε φυσικά (να πλησιάσεις κάτι) είτε μεταφορικά (να πλησιάσεις κάποιον σε επίπεδο σχέσης ή κατανόησης). Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, και μπορεί να παρατηρηθεί ιδιαίτερα σε κοινωνικές ή στρατηγικές συζητήσεις, όπου η ανάγκη για συνεργασία και εγγύτητα τονίζεται.
Η λέξη acercarse χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
El investigador se acercó a la verdad detrás del caso.
acercarse a alguien
Decidí acercarme a nuevos compañeros en la fiesta.
acercarse a un problema
Η λέξη acercarse προέρχεται από την ισπανική ρίζα "acer", που σημαίνει "να φέρνεις κοντά ή να πλησιάζεις", με το πρόσθετο "se" που υποδηλώνει ανακλαστική ή αλληλοβοηθητική δράση.
Συνώνυμα: - aproximarse - acercar
Αντώνυμα: - alejarse (να απομακρυνθεί) - distanciarse (να αποστασιοποιηθεί)