Το "acerico" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι: /a.se.ˈɾi.ko/
Το "acerico" αναφέρεται κυρίως σε ένα μικρό, συνήθως μαξιλάρι, που χρησιμοποιείται από ραφτείς για να κρατάει βελόνες ή καρφίτσες. Χρησιμοποιείται συχνά στη ραπτική και κατασκευή ρούχων. Είναι πιο συχνά συνδεδεμένο με γραπτές αναφορές και τεχνικές οδηγίες ραπτικής, αλλά μπορεί να αναφερθεί και σε προφορικές συνομιλίες μεταξύ ραφτών.
"El acerico está lleno de alfileres."
(Το μαξιλάρι ραπτικής είναι γεμάτο καρφίτσες.)
"Necesito un acerico nuevo para mis proyectos de costura."
(Χρειάζομαι ένα νέο μαξιλάρι ραπτικής για τα έργα μου ραπτικής.)
"Ella me regaló un acerico hecho a mano."
(Αυτή μου έδωσε ένα χειροποίητο μαξιλάρι ραπτικής.)
Το "acerico" δεν χρησιμοποιείται εκτενώς σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν ορισμένα παραδείγματα που σχετίζονται με τη ραπτική και το είδος της εργασίας που περιλαμβάνει:
"Estoy en un lío, como un acerico lleno de alfileres."
(Είμαι σε μπελά, σαν ένα μαξιλάρι γεμάτο καρφίτσες.)
Αυτή η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει μια πολύπλοκη κατάσταση.
"Cada día es como buscar un acerico en un pajar."
(Κάθε μέρα είναι σαν να ψάχνω ένα μαξιλάρι ραπτικής σε μια βελονάδα.)
Κάνει λόγο για τη δυσκολία εύρεσης λύσης σε μια δύσκολη κατάσταση.
Η λέξη "acerico" προέρχεται από το λατινικό "aciculum", που σημαίνει "βελόνα" ή "καρφίτσα". Από εκεί προήλθε και η χρήση της στην ισπανική γλώσσα.
Συνώνυμα: - Almohadilla (μικρό μαξιλάρι) - Cojín de costura (μαξιλάρι ραπτικής)
Αντώνυμα: - En un contexto όπου το "acerico" σχετίζεται με βελόνες, ένα αντίθετο θα μπορούσε να είναι "desorden" (αταξία), αναφερόμενος σε κατάσταση χωρίς οργάνωση.