Η λέξη "acero" είναι ουσιαστικό.
Η διεθνής φωνητική αλφάβητος (IPA) για τη λέξη "acero" είναι /aˈθeɾo/ (στην Ισπανία) ή /aˈseɾo/ (στη Λατινική Αμερική).
Η λέξη "acero" αναφέρεται σε ένα σκληρό και ανθεκτικό μέταλλο, το οποίο έχει μεγάλη χρήση σε κατασκευές και βιομηχανίες. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε γενικές όσο και σε τεχνικές ή βιομηχανικές συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια έως υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο λόγω της τεχνικής του φύσης.
"El acero se utiliza en la construcción de edificios."
"Το ατσάλι χρησιμοποιείται στην κατασκευή κτηρίων."
"Necesitamos acero de alta calidad para este proyecto."
"Χρειαζόμαστε ατσάλι υψηλής ποιότητας για αυτό το έργο."
"Las herramientas de acero son muy duraderas."
"Τα εργαλεία από ατσάλι είναι πολύ ανθεκτικά."
Η λέξη "acero" συναντάται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αγοράζοντας μια συμβολική διάσταση.
"Tener nervios de acero"
"Να έχεις νεύρα από ατσάλι" - σημαίνει να είσαι πολύ ανθεκτικός ή να μην επηρεάζεσαι εύκολα από το άγχος.
"El corazón de acero"
"Η καρδιά από ατσάλι" - αναφέρεται σε κάποιον που είναι σκληρός ή άκαρδος.
"Voluntad de acero"
"Θέληση από ατσάλι" - δηλώνει μια ισχυρή και ακαταμάχητη θέληση.
"Ser tan fuerte como el acero"
"Να είσαι τόσο δυνατός όσο το ατσάλι" - δείχνει μεγάλη σωματική ή ψυχική δύναμη.
"Luchar con la fuerza del acero"
"Να αγωνίζεσαι με τη δύναμη του ατσαλιού" - αναφέρεται σε έντονη και αποφασιστική αντίσταση.
Η λέξη "acero" προέρχεται από το Λατινικό "acĕrum", το οποίο σήμαινε "μέταλλο ή λειωμένο μέταλλο".
Συνώνυμα: - metal - hierro (σίδερο, συχνά χρησιμοποιείται στη σύγκριση)
Αντώνυμα: - plástico (πλαστικό) - madera (ξύλο)