acertado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

acertado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Acertado είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/asseɾˈtaðo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη acertado χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει κάτι που είναι σωστό, ακριβές ή εύστοχο. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά είναι επίσης διαδεδομένο στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε λόγους ή κείμενα που απαιτούν σαφήνεια και ακρίβεια. Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια, καθώς εμφανίζεται σε ποικιλία καταστάσεων.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Su respuesta fue acertada.
  2. Η απάντησή του/της ήταν σωστή.

  3. El análisis es muy acertado.

  4. Η ανάλυση είναι πολύ ακριβής.

  5. Tomó una decisión acertada.

  6. Έλαβε μια εύστοχη απόφαση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη acertado μπορεί να βρεθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Estar acertado en algo
  2. Είναι σωστός σε κάτι.
  3. El profesor está acertado en su evaluación de los estudiantes.
  4. Ο καθηγητής είναι σωστός στην αξιολόγηση των μαθητών.

  5. Hacer un comentario acertado

  6. Κάνω ένα εύστοχο σχόλιο.
  7. Su comentario acertado sobre el tema impresionó a todos.
  8. Το εύστοχο σχόλιο του για το θέμα εντυπωσίασε όλους.

  9. Llegar a un acuerdo acertado

  10. Καταλήγω σε μια σωστή συμφωνία.
  11. Después de mucho discutir, llegamos a un acuerdo acertado.
  12. Μετά από πολλές συζητήσεις, καταλήξαμε σε μια σωστή συμφωνία.

  13. Tener un juicio acertado

  14. Έχω σωστή κρίση.
  15. Su juicio acertado sobre el negocio fue fundamental.
  16. Η σωστή του κρίση για την επιχείρηση ήταν καθοριστική.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη acertado προέρχεται από το ρήμα acertar, το οποίο σημαίνει "να πετυχαίνω" ή "να βρίσκω τη σωστή απάντηση". Η ρίζα του μπορεί να εντοπιστεί στη λατινική λέξη adcertare, που σημαίνει "να διορθώνω" ή "να αντιμετωπίζω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - correcto (σωστός) - preciso (ακριβής) - adecuado (κατάλληλος)

Αντώνυμα: - incorrecto (λανθασμένος) - impreciso (ανακριβής) - inadecuado (ακατάλληλος)



22-07-2024