Acertado είναι επίθετο.
/asseɾˈtaðo/
Η λέξη acertado χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει κάτι που είναι σωστό, ακριβές ή εύστοχο. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά είναι επίσης διαδεδομένο στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε λόγους ή κείμενα που απαιτούν σαφήνεια και ακρίβεια. Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια, καθώς εμφανίζεται σε ποικιλία καταστάσεων.
Η απάντησή του/της ήταν σωστή.
El análisis es muy acertado.
Η ανάλυση είναι πολύ ακριβής.
Tomó una decisión acertada.
Η λέξη acertado μπορεί να βρεθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ο καθηγητής είναι σωστός στην αξιολόγηση των μαθητών.
Hacer un comentario acertado
Το εύστοχο σχόλιο του για το θέμα εντυπωσίασε όλους.
Llegar a un acuerdo acertado
Μετά από πολλές συζητήσεις, καταλήξαμε σε μια σωστή συμφωνία.
Tener un juicio acertado
Η λέξη acertado προέρχεται από το ρήμα acertar, το οποίο σημαίνει "να πετυχαίνω" ή "να βρίσκω τη σωστή απάντηση". Η ρίζα του μπορεί να εντοπιστεί στη λατινική λέξη adcertare, που σημαίνει "να διορθώνω" ή "να αντιμετωπίζω".
Συνώνυμα: - correcto (σωστός) - preciso (ακριβής) - adecuado (κατάλληλος)
Αντώνυμα: - incorrecto (λανθασμένος) - impreciso (ανακριβής) - inadecuado (ακατάλληλος)