Το "acertar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "acertar" με τη χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /aθerˈtaɾ/ ή /aˈsertar/ (δεδομένης της προφοράς στη Λατινική Αμερική).
Ο όρος "acertar" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - να πετύχω - να κτυπήσω - να διορθώσω
Η λέξη "acertar" σημαίνει να πετύχεις κάτι που έχεις σκοπό να κάνεις, συνήθως σε σχέση με αποφάσεις, επιλογές, ή προβλέψεις. Είναι ένα κοινώς χρησιμοποιούμενο ρήμα στη γλώσσα, το οποίο συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να έχει περισσότερη συχνότητα στον γραπτό λόγο, ειδικά σε λογοτεχνικά ή επιστημονικά κείμενα.
El profesor siempre acierta en sus predicciones.
Ο καθηγητής πάντα πετυχαίνει στις προβλέψεις του.
Si aciertas en la respuesta, ganarás un premio.
Αν πετύχεις στην απάντηση, θα κερδίσεις ένα βραβείο.
No pude acertar la combinación del candado.
Δεν μπόρεσα να πετύχω τον συνδυασμό της κλειδαριάς.
Ο όρος "acertar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά, εκφράζοντας την έννοια της επιτυχίας ή της ορθότητας σε αποφάσεις και πράξεις.
Acertar de pleno.
Να πετύχεις απόλυτα.
El candidato acertó de pleno en su discurso.
Ο υποψήφιος πέτυχε απόλυτα στη διάλεξή του.
Acertar en el clavo.
Να χτυπήσεις το καρφί.
Su análisis acertó en el clavo sobre el problema.
Η ανάλυσή του χτύπησε το καρφί σχετικά με το πρόβλημα.
Acertar a hacer algo.
Να προλάβεις να κάνεις κάτι.
Logré acertar a hacer el trabajo antes de la fecha límite.
Κατάφερα να προλάβω να κάνω τη δουλειά πριν από την προθεσμία.
Acertar a encontrar una solución.
Να πετύχεις να βρεις μια λύση.
Los ingenieros acertaron a encontrar una solución eficaz.
Οι μηχανικοί πέτυχαν να βρουν μια αποτελεσματική λύση.
Η λέξη "acertar" προέρχεται από το αρχαίο Ισπανικό "acertar", το οποίο συνδέεται με τη Λατινική ρίζα "adcertare", που σημαίνει "να καταλάβεις σωστά" ή "να βρεις σωστά".
Αυτές οι πληροφορίες αναδεικνύουν τη σημασία και τη χρήση της λέξης "acertar" στη γλώσσα Ισπανικά, καθώς και τους τρόπους που μπορεί να εφαρμοστεί σε διαφορετικά συμφραζόμενα.