Substantivo (ουσιαστικό)
/θaˈseɾβo/
Η λέξη “acervo” χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να αναφερθεί σε έναν συνδυασμό πόρων, γνώσεων ή εγγράφων που συγκεντρώνονται ή διατηρούνται. Συχνά είναι ένα νομικό ή οικονομικό όρος που υποδηλώνει το σύνολο περιουσιακών στοιχείων ή πόρων που είναι διαθέσιμοι σε έναν οργανισμό ή μια κοινότητα. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με σχετική συχνότητα ειδικότερα σε επιστημονικά και νομικά κείμενα.
Η πολιτιστική κληρονομιά ενός έθνους είναι θεμελιώδης για την ταυτότητά του.
Es importante preservar el acervo científico para las futuras generaciones.
Είναι σημαντικό να διατηρήσουμε το επιστημονικό σύνολο για τις μελλοντικές γενιές.
El acervo jurídico de un país determina su marco legal.
Ο όρος "acervo" μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες φράσεις ή ιδιωματικές εκφράσεις. Αυτές μπορεί να είναι σπάνιες, ωστόσο οι παρακάτω προτάσεις δείχνουν τη χρήση του.
Η οικοδόμηση της κοινωνικής κληρονομιάς είναι ζωτικής σημασίας για την κοινοτική ανάπτυξη.
Como académico, mi acervo de conocimientos se amplía cada día.
Ως ακαδημαϊκός, το σύνολο γνώσεών μου διευρύνεται κάθε μέρα.
Las organizaciones no gubernamentales contribuyen significativamente al acervo humanitario.
Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις συμβάλλουν σημαντικά στο ανθρωπιστικό σύνολο.
Es vital compartir el acervo histórico con las nuevas generaciones.
Η λέξη "acervo" προέρχεται από το λατινικό “acervus”, που σημαίνει σωρός ή σωρευμένος όγκος. Αντίστοιχα, η χρήση της στη σύγχρονη ισπανική γλώσσα διατηρεί την έννοια της συγκέντρωσης στοιχείων ή πόρων.
Συνώνυμα: - colección (συλλογή) - conjunto (σύνολο) - patrimonio (κληρονομιά)
Αντώνυμα: - desposesión (αποστέρηση) - pérdida (απώλεια) - escasez (έλλειψη)