acervo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

acervo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Substantivo (ουσιαστικό)

Φωνητική μεταγραφή

/θaˈseɾβo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη “acervo” χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να αναφερθεί σε έναν συνδυασμό πόρων, γνώσεων ή εγγράφων που συγκεντρώνονται ή διατηρούνται. Συχνά είναι ένα νομικό ή οικονομικό όρος που υποδηλώνει το σύνολο περιουσιακών στοιχείων ή πόρων που είναι διαθέσιμοι σε έναν οργανισμό ή μια κοινότητα. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με σχετική συχνότητα ειδικότερα σε επιστημονικά και νομικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El acervo cultural de una nación es fundamental para su identidad.
  2. Η πολιτιστική κληρονομιά ενός έθνους είναι θεμελιώδης για την ταυτότητά του.

  3. Es importante preservar el acervo científico para las futuras generaciones.

  4. Είναι σημαντικό να διατηρήσουμε το επιστημονικό σύνολο για τις μελλοντικές γενιές.

  5. El acervo jurídico de un país determina su marco legal.

  6. Το νομικό σύνολο μιας χώρας καθορίζει το νομικό της πλαίσιο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος "acervo" μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες φράσεις ή ιδιωματικές εκφράσεις. Αυτές μπορεί να είναι σπάνιες, ωστόσο οι παρακάτω προτάσεις δείχνουν τη χρήση του.

  1. La construcción del acervo social es crucial para el desarrollo comunitario.
  2. Η οικοδόμηση της κοινωνικής κληρονομιάς είναι ζωτικής σημασίας για την κοινοτική ανάπτυξη.

  3. Como académico, mi acervo de conocimientos se amplía cada día.

  4. Ως ακαδημαϊκός, το σύνολο γνώσεών μου διευρύνεται κάθε μέρα.

  5. Las organizaciones no gubernamentales contribuyen significativamente al acervo humanitario.

  6. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις συμβάλλουν σημαντικά στο ανθρωπιστικό σύνολο.

  7. Es vital compartir el acervo histórico con las nuevas generaciones.

  8. Είναι ζωτικής σημασίας να μοιραστούμε την ιστορική κληρονομιά με τις νέες γενιές.

Ετυμολογία

Η λέξη "acervo" προέρχεται από το λατινικό “acervus”, που σημαίνει σωρός ή σωρευμένος όγκος. Αντίστοιχα, η χρήση της στη σύγχρονη ισπανική γλώσσα διατηρεί την έννοια της συγκέντρωσης στοιχείων ή πόρων.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - colección (συλλογή) - conjunto (σύνολο) - patrimonio (κληρονομιά)

Αντώνυμα: - desposesión (αποστέρηση) - pérdida (απώλεια) - escasez (έλλειψη)



23-07-2024