acetato - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

acetato (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Acetato είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): [aθeˈtato].

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "acetato" αναφέρεται στην ακετάτη ιονική μορφή ή στο άλας που προκύπτει από το οξύ του οξικού οξέος. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορους επιστημονικούς τομείς, όπως στη χημεία, τη βιολογία και την ιατρική. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος "acetato" δεν είναι ιδιαίτερα κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να appear σε τεχνικά ή εργαστηριακά συμφραζόμενα.

Ετυμολογία

Η λέξη "acetato" προέρχεται από την ισπανική "aceto", η οποία είναι δάνειο από το λατινικό "acetum", που σημαίνει "ξίδι".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Sal de ácido acético - Éster de ácido acético

Αντώνυμα: - Νερό (όσον αφορά την υδατική διαλυτότητα)

Η λέξη "acetato" είναι κυρίως τεχνική και δεν έχει άμεσα αντώνυμα.



23-07-2024