Acetato είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): [aθeˈtato].
Η λέξη "acetato" αναφέρεται στην ακετάτη ιονική μορφή ή στο άλας που προκύπτει από το οξύ του οξικού οξέος. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορους επιστημονικούς τομείς, όπως στη χημεία, τη βιολογία και την ιατρική. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
Ο ακετάτης χρησιμοποιείται στην κατασκευή πλαστικών.
En medicina, los apósitos de acetato son efectivos para curar heridas.
Στη ιατρική, οι επίδεσμοι από ακετάτη είναι αποτελεσματικοί για την επούλωση πληγών.
El acetato de etilo es un solvente común en laboratorios.
Ο όρος "acetato" δεν είναι ιδιαίτερα κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να appear σε τεχνικά ή εργαστηριακά συμφραζόμενα.
Η ταινία είναι φτιαγμένη από ακετάτη, γεγονός που την καθιστά πιο ευέλικτη.
Usamos un acetato impreso para proteger la información.
Χρησιμοποιούμε ένα εκτυπωμένο ακετάτη για να προστατεύσουμε την πληροφορία.
El acetato es esencial en el proceso de producción de ciertos medicamentos.
Η λέξη "acetato" προέρχεται από την ισπανική "aceto", η οποία είναι δάνειο από το λατινικό "acetum", που σημαίνει "ξίδι".
Συνώνυμα: - Sal de ácido acético - Éster de ácido acético
Αντώνυμα: - Νερό (όσον αφορά την υδατική διαλυτότητα)
Η λέξη "acetato" είναι κυρίως τεχνική και δεν έχει άμεσα αντώνυμα.