Το "achacar" είναι ρήμα.
/atʃaˈkaɾ/
Η λέξη "achacar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να αναφέρεται στην πράξη του να αποδίδεις ευθύνες ή κατηγορίες σε κάποιον ή κάτι. Είναι συχνό να χρησιμοποιείται σε νομικά και κοινωνικά συμφραζόμενα για την απονομή ευθυνών. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφρά προτίμηση στο γραπτό πλαίσιο.
El fiscal intenta achacar la culpa al acusado.
(Ο εισαγγελέας προσπαθεί να καταλογίσει την ευθύνη στον κατηγορούμενο.)
No es justo achacar todo el problema a una sola persona.
(Δεν είναι δίκαιο να επιρρίπτεις όλο το πρόβλημα σε ένα μόνο άτομο.)
Στο Ισπανικά, η λέξη "achacar" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που εκφράζουν την ιδέα της απόδοσης ευθυνών:
Είναι σύνηθες για τους υπεύθυνους να επιρρίπτουν ευθύνες στους εργαζόμενους.
No se puede achacar a la suerte todos los fracasos.
(Δεν μπορείς να αποδίδεις σε τύχη όλες τις αποτυχίες.)
Η επιτυχία συνήθως απαιτεί περισσότερη δουλειά από αυτήν που αποδίδεται σε τύχη.
Achacar errores del pasado no ayuda al progreso.
(Η απόδοση λαθών του παρελθόντος δεν βοηθά στην πρόοδο.)
Η λέξη "achacar" προέρχεται από τη σύνθεση "a-" που σημαίνει "σε" και "chacar", με την έννοια της επιρροής που έχει ένα άτομο ή μια κατάσταση σε κάποιον άλλο.
Reprochar (επικρίνω)
Αντώνυμα:
Η λέξη "achacar" έχει ευρεία χρήση στη γλώσσα και μπορεί να αποτελέσει κεντρικό σημείο σε συζητήσεις σχετικά με ευθύνες και επιρροές.