Το "achicharrar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "achicharrar" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /a.tʃi.ʃaˈraɾ/.
Το "achicharrar" σημαίνει κυρίως "να καίω κάτι μέχρι να γίνει κομμάτια" ή "να ψήνω μέχρι να γίνει τραγανό". Χρησιμοποιείται επίσης σε μεταφορικές έννοιες που να υποδηλώνουν την εξαντλητική επεξεργασία κάποιου πράγματος. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να συναντηθεί και σε γραπτά κείμενα.
La carne se achicharró en la parrilla.
(Το κρέας κάηκε στη σχάρα.)
No dejes que el pan se achicharre en el horno.
(Μην αφήνεις το ψωμί να καεί στον φούρνο.)
Το "achicharrar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και καθημερινές φράσεις:
Estar achicharrado por el sol.
(Να είσαι καμμένος από τον ήλιο.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει καεί σοβαρά από την έκθεση στον ήλιο.
Achicharrar a alguien con preguntas.
(Να κάψεις κάποιον με ερωτήσεις.)
Αναφέρεται στο να κατακλύσεις κάποιον με πολλές ερωτήσεις, συχνά σε σημείο να νιώθει άβολα.
Se me achicharraron los circuitos.
(Μου καήκαν οι επαφές.)
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει ότι κάποιος νιώθει ότι έχει υπερφορτωθεί ή δεν μπορεί να σκεφτεί καθαρά.
No te achicharres a la primera oportunidad.
(Μην "καείς" στην πρώτη ευκαιρία.)
Αυτό υποδεικνύει να μην επιτρέψεις σε μια ευκαιρία να σε απογοητεύσει ή να σε βλάψει.
Η λέξη "achicharrar" προέρχεται από τη λέξη "chicharrón", που αναφέρεται σε τηγανητό χοιρινό, και η ρίζα της είναι η λέξη "chicharrar", που σημαίνει "να καίει".
Συνώνυμα: - quemar (κάψιμο) - tostar (ψητό)
Αντώνυμα: - enfriar (να κρυώνει) - conservar (να διατηρεί)