Το "achuchar" είναι ρήμα.
/akut͡ʃuˈχar/
Η λέξη "achuchar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει την πράξη της πίεσης ή της καταπίεσης κάποιου, είτε φυσικά είτε συναισθηματικά. Σημαίνει επίσης να εκφράζεις ή να δείχνεις μια ιδιαίτερη τρυφερότητα ή στοργή. Η χρήση της είναι συχνή, ιδιαίτερα στον προφορικό λόγο, σε πιο οικείες ή καθημερινές καταστάσεις.
"Μου αρέσει να πιέζω τα παιδιά μου όταν είναι λυπημένα."
"Siempre achucho a mi perro cuando llego a casa."
Το "achuchar" χρησιμοποιείται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, όπου αποκτάει διαφορετικές σημασίες σύμφωνα με τα συμφραζόμενα.
"Μη σε πιέζεις τόσο, χαλάρωσε."
"Voy a achuchar un poco más a mis amigos."
"Θα πιέσω λίγο περισσότερο τους φίλους μου."
"Achuchar a la gente no es buena idea."
"Η πίεση στους ανθρώπους δεν είναι καλή ιδέα."
"Es normal achuchar a los que queremos."
Η προέλευση της λέξης "achuchar" δεν είναι απολύτως σαφής, αλλά πιστεύεται ότι προέρχεται από την ισπανική διάλεκτο, πιθανόν προερχόμενη από τον όρο "chuchar", που σημαίνει "να ρουφάς" ή "να απολαμβάνεις".
Συνώνυμα: - Apretar (να πιέζω) - Oprimir (να συμπιέζω)
Αντώνυμα: - Relajar (να χαλαρώνω) - Soltar (να απελευθερώνω)