Το "achucharse" είναι ένα ρήμα.
/at͡ʃuˈt͡ʃaɾ.se/
Το "achucharse" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει την πράξη του να αγκαλιάζεσαι ή να σφίγγεσαι με κάποιον (συνήθως με τρυφερότητα ή στοργή). Η λέξη έχει μια πιο οικεία και χαλαρή χροιά και μπορεί να χρησιμοποιείται σε προφορικές ή γραπτές συνομιλίες.
Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο αλλά είναι επίσης κοινή και σε γραπτά κείμενα, κυρίως σε περιγραφές συναισθημάτων και σχέσεων.
Nos achuchamos para sentirnos más cerca.
(Αγκαλιαστήκαμε για να νιώσουμε πιο κοντά.)
Cuando hace frío, me gusta achucharme con una manta.
(Όταν κάνει κρύο, μου αρέσει να σφίγγομαι με μια κουβέρτα.)
Mis hijos siempre se achuchan al ver una película.
(Τα παιδιά μου πάντα αγκαλιάζονται όταν βλέπουν μια ταινία.)
Η λέξη "achucharse" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη στοργή και την εγγύτητα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Achucharse como dos ositos.
(Να αγκαλιαστείς σαν δύο αρκουδάκια.)
Después de un día difícil, es bueno achucharse un rato.
(Μετά από μια δύσκολη μέρα, είναι καλό να αγκαλιαστείς για λίγο.)
En momentos de tristeza, siempre hay alguien que te achucha.
(Σε στιγμές λύπης, πάντα υπάρχει κάποιος που σε αγκαλιάζει.)
Los amigos se achuchan para apoyarse mutuamente.
(Οι φίλοι αγκαλιάζονται για να στηρίζονται ο ένας τον άλλο.)
Es lindo achucharse en un día lluvioso.
(Είναι ωραίο να αγκαλιάζεσαι σε μια βροχερή μέρα.)
Η λέξη "achucharse" προέρχεται πιθανώς από τη λέξη "chucho", που στην ισπανική γλώσσα χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι ζεστό ή άνετο, καθώς και από το "chuchoter", που σημαίνει "ψιθυρίζω" ή "μιλώ χαμηλόφωνα", υποδηλώνοντας μια οικεία σχέση μεταξύ των ανθρώπων.
Συνώνυμα: - abrazarse (αγκαλιάζομαι) - estrecharse (σφίγγομαι)
Αντώνυμα: - alejarse (απομακρύνομαι) - distanciarse (αποστασιοποιούμαι)