Το "acicalarse" είναι ρήμα.
/a.θi.ka.ˈlaɾ.se/
Η λέξη "acicalarse" σημαίνει να φροντίζει κανείς την εμφάνισή του ή να περιποιείται τον εαυτό του, συνήθως με στόχο να φαίνεται πιο όμορφος ή προσεγμένος. Χρησιμοποιείται συνήθως σε καθημερινές καταστάσεις και αναφέρεται κυρίως σε προσωπική υγιεινή και περιποίηση. Είναι περισσότερο χρησιμοποιούμενη στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
Αυτή πάντα περιποιείται τον εαυτό της πριν βγει.
Es importante acicalarse para la entrevista de trabajo.
Είναι σημαντικό να περιποιηθείς τον εαυτό σου για τη συνέντευξη εργασίας.
Los hombres también deben acicalarse antes de una cita.
Η λέξη "acicalarse" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δώσει μια πιο εκφραστική αίσθηση.
Να περιποιηθείς τον εαυτό σου για να εντυπωσιάσεις.
Es hora de acicalarse antes de la fiesta.
Είναι καιρός να περιποιηθείς τον εαυτό σου πριν από το πάρτι.
Siempre se acicala antes de un evento importante.
Το ρήμα "acicalarse" προέρχεται από το ουσιαστικό "cicala", που σημαίνει "στολίδια" ή "κοσμήματα", προερχόμενο από τα λατινικά και συνδυασμένο με το πρόθεμα "a-", που υποδηλώνει κατεύθυνση ή δράση.
Συνώνυμα: - ataviarse (ντύνομαι, περιποιούμαι τον εαυτό μου) - embellecerse (ομορφαίνομαι)
Αντώνυμα: - descuidarse (αμελώ, παρα neglect)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα για τη λέξη "acicalarse" και την χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά.