Η λέξη "acicate" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "acicate" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /asiˈkate/.
Η λέξη "acicate" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - "ένεση" - "κίνητρο" - "εμπνευστής"
Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη "acicate" αναφέρεται σε κάτι που χρησιμεύει ως κίνητρο ή ενθάρρυνση. Συνήθως χρησιμοποιείται σε περιβάλλοντα όπου υπάρχει ανάγκη για ώθηση ή ενθουσιασμό για να επιτευχθεί κάτι. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή σε συγκεκριμένα επαγγελματικά ή ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.
La competencia fue un acicate para mejorar mis habilidades.
Ο διαγωνισμός ήταν ένα κίνητρο για να βελτιώσω τις ικανότητές μου.
El acicate que me dio mi profesor me ayudó a seguir adelante.
Η ένεση που μου έδωσε ο καθηγητής μου με βοήθησε να προχωρήσω.
A veces, un simple comentario puede servir de acicate para la creatividad.
Αρκετές φορές, ένα απλό σχόλιο μπορεί να χρησιμεύσει ως κίνητρο για τη δημιουργικότητα.
Η λέξη "acicate" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε προτάσεις που αναφέρονται σε θέματα ενθάρρυνσης και κινήτρων:
El acicate de una buena idea cambia la perspectiva de un proyecto.
Το κίνητρο μιας καλής ιδέας αλλάζει την προοπτική ενός έργου.
Buscar un acicate en las dificultades puede llevar a grandes descubrimientos.
Η αναζήτηση ενός κίνητρου στις δυσκολίες μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες ανακαλύψεις.
Cada fracaso es un acicate para aprender y mejorar.
Κάθε αποτυχία είναι ένα κίνητρο για να μάθεις και να βελτιωθείς.
La crítica constructiva sirve como acicate para la superación personal.
Η εποικοδομητική κριτική λειτουργεί ως κίνητρο για προσωπική εξέλιξη.
Η λέξη "acicate" προέρχεται από τη λατινική λέξη "cicca", που σημαίνει "μέσο ενθάρρυνσης" ή "κίνητρο". Με την πάροδο του χρόνου, η έννοια έχει εξελιχθεί από τις φυσικές ενδείξεις σε πιο μεταφορικές έννοιες που σχετίζονται με την ενθάρρυνση και την ώθηση.