Acidez είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους (la acidez).
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [a.siˈðeθ]
Η λέξη acidez αναφέρεται στην οξύτητα ή την οξείδωση ενός υγρού, κυρίως σε ιατρικά και γαστρονομικά συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται συχνά στην ιατρική για να περιγράψει την κατάσταση όταν το γαστρικό οξύ είναι αυξημένο, προκαλώντας δυσφορία ή καούρα.
Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αν και εμφανίζεται τακτικά και στη γραπτή γλώσσα, ειδικά σε ιατρικά κείμενα.
La acidez del estómago puede causar malestar.
(Η οξύτητα του στομάχου μπορεί να προκαλέσει δυσφορία.)
Después de comer, sentí mucha acidez.
(Μετά το φαγητό, αισθάνθηκα πολύ καούρα.)
La acidez en la comida puede ser un signo de un problema digestivo.
(Η οξύτητα στο φαγητό μπορεί να είναι ένα σημάδι ενός πεπτικού προβλήματος.)
Η λέξη acidez χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Mucha acidez es mala para la salud.
(Πολλή οξύτητα είναι κακή για την υγεία.)
No hay que exagerar con la acidez.
(Δεν είναι καλό να υπερβάλλεις με την οξύτητα.)
La acidez del vino puede variar según la uva.
(Η οξύτητα του κρασιού μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τη σταφύλι.)
Sufro de acidez cuando como alimentos picantes.
(Υποφέρω από οξύτητα όταν τρώω πικάντικα φαγητά.)
La acidez es un síntoma común de problemas digestivos.
(Η οξύτητα είναι ένα κοινό σύμπτωμα πεπτικών προβλημάτων.)
Η λέξη acidez προέρχεται από το λατινικό "aciditas", που προέρχεται από το "acidus", που σημαίνει «ξύδι ή όξινο». Η ρίζα αυτή χρησιμοποιείται σε πολλές γλώσσες που προέρχονται από τα Λατινικά.
Συνώνυμα: - oxtidad - corrosividad
Αντώνυμα: - alcalinidad (αλκαλικότητα) - neutralidad (ουδετερότητα)