Ρήμα
/asiðiˈkaɾ/
Η λέξη "acidificar" στα Ισπανικά σημαίνει "να οξυνθεί" ή "να γίνει όξινο". Χρησιμοποιείται συχνά σε χημικές και ιατρικές αναφορές, καθώς και σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη διατροφή και την οικολογία. Η χρήση της είναι περισσότερο γραπτή, αλλά και προφορικά συναντάται σε επιστημονικά και ακαδημαϊκά συμφραζόμενα.
Οι ντομάτες οξυγονώνουν το έδαφος.
La leche puede acidificarse si se deja fuera del refrigerador.
Η λέξη "acidificar" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε idiomáticas εκφράσεις στα Ισπανικά. Ωστόσο, μπορεί να γίνει αναφορά σε επιστημονικά ή τεχνικά συμφραζόμενα:
Αυτή η διαδικασία μπορεί να οξύνει το περιβάλλον.
"Algunos alimentos tienden a acidificar el organismo."
Ορισμένα τρόφιμα τείνουν να οξύνουν τον οργανισμό.
"La actividad industrial puede acidificar el agua."
Η λέξη "acidificar" προέρχεται από το λατινικό "acidificare", που σημαίνει «να κάνω όξινο».
Συνώνυμα: - Oximar - Acidular
Αντώνυμα: - Alcalinizar (να αλκαλοποιήσεις) - Neutralizar (να εξουδετερώσεις)