acidificar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

acidificar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/asiðiˈkaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "acidificar" στα Ισπανικά σημαίνει "να οξυνθεί" ή "να γίνει όξινο". Χρησιμοποιείται συχνά σε χημικές και ιατρικές αναφορές, καθώς και σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη διατροφή και την οικολογία. Η χρήση της είναι περισσότερο γραπτή, αλλά και προφορικά συναντάται σε επιστημονικά και ακαδημαϊκά συμφραζόμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Los tomates acidifican el suelo.
  2. Οι ντομάτες οξυγονώνουν το έδαφος.

  3. La leche puede acidificarse si se deja fuera del refrigerador.

  4. Το γάλα μπορεί να οξυνθεί αν μείνει εκτός ψυγείου.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "acidificar" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε idiomáticas εκφράσεις στα Ισπανικά. Ωστόσο, μπορεί να γίνει αναφορά σε επιστημονικά ή τεχνικά συμφραζόμενα:

  1. "Este proceso puede acidificar el medio ambiente."
  2. Αυτή η διαδικασία μπορεί να οξύνει το περιβάλλον.

  3. "Algunos alimentos tienden a acidificar el organismo."

  4. Ορισμένα τρόφιμα τείνουν να οξύνουν τον οργανισμό.

  5. "La actividad industrial puede acidificar el agua."

  6. Η βιομηχανική δραστηριότητα μπορεί να οξύνει το νερό.

Ετυμολογία

Η λέξη "acidificar" προέρχεται από το λατινικό "acidificare", που σημαίνει «να κάνω όξινο».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Oximar - Acidular

Αντώνυμα: - Alcalinizar (να αλκαλοποιήσεις) - Neutralizar (να εξουδετερώσεις)



23-07-2024