Το "acierto" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/aˈθjeɾto/ (Ισπανικά) ή /aˈsirto/ (στην Λατινική Αμερική).
Η λέξη "acierto" αναφέρεται σε μια επιτυχία ή μια σωστή ενέργεια, συνήθως σε σχέση με προσωπικές αποφάσεις ή ενέργειες. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι έγινε με επιτυχία ή ότι έγινε σωστά. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και συναντάται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντάται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο.
Η επιτυχία στην επιλογή του υποψηφίου ήταν προφανής.
Tomó el acierto de no invertir en esa empresa.
Έκανε τη σωστή απόφαση να μην επενδύσει σε αυτή την εταιρεία.
Cada acierto en el examen se celebra con alegría.
Να έχεις μια καλή απόφαση για το μέλλον.
El acierto de actuar rápidamente fue fundamental.
Η σωστή απόφαση να ενεργήσεις γρήγορα ήταν θεμελιώδης.
Es un acierto mencionar su nombre en la reunión.
Είναι σωστό να αναφέρεις το όνομά του στη συνάντηση.
Siempre se busca el acierto en las decisiones empresariales.
Πάντοτε αναζητείται η επιτυχία στις επιχειρηματικές αποφάσεις.
Los aciertos se celebran y los errores se aprenden.
Η λέξη "acierto" προέρχεται από το ρήμα "acertar", που σημαίνει "να πετύχεις" ή "να κάνεις τη σωστή επιλογή". Η "acierto" έχει τις ρίζες της στο λατινικό "accertare", που σημαίνει "να γίνεις βέβαιος".
Συνώνυμα: - éxito (επιτυχία) - acierto (σωστή απόφαση)
Αντώνυμα: - error (λάθος) - desacierto (λανθασμένη απόφαση)