aclarado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

aclarado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "aclarado" είναι επίθετο, που προέρχεται από το ρήμα "aclarar".

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /a.klaˈɾaðo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "aclarado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει γίνει πιο σαφές ή κατανοητό. Επίσης, αναφέρεται σε κάτι που έχει φωτιστεί ή διευκρινιστεί. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με ίση συχνότητα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La situación ha quedado aclarada después de la reunión.
  2. Η κατάσταση έχει γίνει ξεκαθαρισμένη μετά τη συνάντηση.

  3. Sus dudas fueron aclaradas cuando leyó el informe.

  4. Οι αμφιβολίες του ξεκαθαρίστηκαν όταν διάβασε την αναφορά.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "aclarado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις.

Παραδείγματα

  1. No hay nada aclarado entre ellos.
  2. Δεν υπάρχει τίποτα ξεκαθαρισμένο μεταξύ τους.

  3. El tema está más aclarado que antes.

  4. Το θέμα είναι πιο ξεκαθαρισμένο από πριν.

  5. Más aclarado imposible.

  6. Πιο ξεκαθαρισμένο από αυτό δεν γίνεται.

  7. Todo quedó aclarado al final del día.

  8. Όλα ξεκαθαρίστηκαν στο τέλος της ημέρας.

  9. Necesito aclarar las cosas antes de seguir adelante.

  10. Χρειάζομαι να ξεκαθαρίσω τα πράγματα πριν προχωρήσω παρακάτω.

Ετυμολογία

Η λέξη "aclarado" προέρχεται από το ρήμα "aclarar", το οποίο σημαίνει "να διευκρινίσει" ή "να φωτίσει" και έχει τις ρίζες του στα Λατινικά.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024