Το "aclararse" είναι ρήμα.
/a.klaˈɾaɾ.se/
Η λέξη "aclararse" χρησιμοποιείται για να εκφράσει την ανάγκη κάποιου να κατανοήσει ή να ξεκαθαρίσει μια κατάσταση ή ιδέα. Στη γλώσσα των Ισπανικών, αυτή η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με λίγο μεγαλύτερη συχνότητα στον προφορικό λόγο, καθώς συχνά χρησιμοποιείται σε καθημερινές συζητήσεις.
Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσεις πριν πάρεις μια απόφαση.
Después de hablar con ella, me aclaro todo.
Η λέξη "aclararse" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν τη διαδικασία κατανόησης ή αποσαφήνισης.
Es necesario aclararse las ideas antes de presentarlas. (Είναι απαραίτητο να ξεκαθαρίσει τις ιδέες πριν τις παρουσιάσει.)
No se aclara con nada.
Parece que no se aclara con nada de lo que le explico. (Φαίνεται ότι δεν ξεκαθαρίζει με τίποτα από αυτά που του εξηγώ.)
Hasta que no se aclare la situación, no podemos seguir.
Hasta que no se aclare la situación, las negociaciones están paradas. (Μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση, οι διαπραγματεύσεις είναι σταματημένες.)
Estoy tratando de aclarar mis sentimientos.
Η λέξη "aclararse" προέρχεται από το πρόθεμα "a-" που σημαίνει "προς" ή "σε", και το ρήμα "aclarar", το οποίο σημαίνει "να ξεκαθαρίσει" ή "να διευκρινίσει".
Συνώνυμα: - aclarar - clarificar - despejar
Αντώνυμα: - confundir - oscurecer - nublar