Το "acodar" είναι ρήμα.
/a.koˈðaɾ/
Η λέξη "acodar" σημαίνει να συναινέσεις ή να συμφωνήσεις σε κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιπτώσεις όπου δύο ή περισσότερα μέρη πρέπει να καταλήξουν σε μια συμφωνία ή να βρουν κοινό έδαφος. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η χρήση του είναι συχνή και εμφανίζεται κυρίως σε γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό.
Es importante acodar un plan antes de comenzar el proyecto.
(Είναι σημαντικό να συμφωνήσουμε σε ένα σχέδιο πριν ξεκινήσουμε το έργο.)
Los dos países lograron acodar un tratado de paz.
(Οι δύο χώρες κατάφεραν να συμφωνήσουν σε μια συνθήκη ειρήνης.)
Η λέξη "acodar" δεν είναι συνήθως μέρος σημαντικών ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να εκφράσει συμφωνία ή σύνθεση.
Acodar con alguien significa llegar a un entendimiento.
(Να συμφωνήσεις με κάποιον σημαίνει να φτάσεις σε μια κατανόηση.)
A veces, es difícil acodar con diferentes opiniones.
(Μερικές φορές είναι δύσκολο να συμφωνήσεις με διαφορετικές απόψεις.)
Cuando se acoda un compromiso, es esencial cumplirlo.
(Όταν υπάρχει μια συμφωνία, είναι απαραίτητο να την τηρείς.)
Η λέξη "acodar" προέρχεται από την Ισπανική γλώσσα, πιθανώς ως σύνθεση του "a" (σε) και "codar", που σχετίζεται με την έννοια της ισότητας ή της από κοινού συμφωνίας.
Συνώνυμα: - Acordar - Concordar - Pactar
Αντώνυμα: - Discrepar - Divergir - Separar
Η λέξη "acodar" ενσωματώνει έννοιες που σχετίζονται με τη συμφωνία και την συνεργασία, και είναι χρήσιμη στην καθημερινή επικοινωνία, ειδικά σε καταστάσεις που απαιτούν συνεννόηση.