Το "acogerse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [akoˈxeɾse]
Το "acogerse" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να υποδηλώσει την πράξη της υποδοχής ή αποδοχής κάποιου σε ένα περιβάλλον ή μία κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά στον νομικό τομέα για την έννοια της προσφυγής ή της υποδοχής αιτημάτων, ιδίως σε περιστάσεις όπως η προστασία ή η πολιτική ασυλία. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, ανάλογα με το πλαίσιο.
Το καταφύγιο αποφάσισε να υποδεχθεί τους μετανάστες που έφταναν.
La ley permite acogerse a programas de protección para las víctimas.
Ο νόμος επιτρέπει την προσφυγή σε προγράμματα προστασίας για τα θύματα.
Ella se acoge a la cláusula de salida en su contrato.
Το "acogerse" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που σχετίζονται με την υποδοχή και την προστασία.
Προσφεύγω στο δικαίωμα ασύλου.
Acoger a alguien con los brazos abiertos.
Υποδέχομαι κάποιον με ανοιχτές αγκάλες.
Acogerse a una decisión judicial.
Προσφεύγω σε μια δικαστική απόφαση.
Acogerse a la ley de extranjería.
Προσφεύγω στη νόμο περί αλλοδαπών.
Acogerse a un programa de ayuda.
Η λέξη "acogerse" προέρχεται από τη λατινική λέξη "accolligere", που σημαίνει "να συγκεντρώνω" ή "να υποδέχομαι".
Συνώνυμα: - Recibir (υποδέχομαι) - Admitir (δέχομαι) - Aceptar (αποδέχομαι)
Αντώνυμα: - Rechazar (απορρίπτω) - Excluir (αποκλείω) - Descartar (απορρίπτω)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη "acogerse" με τις ζητούμενες λεπτομέρειες και παραδείγματα.