Η λέξη "acolchado" είναι ουσιαστικό και επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /akoˈtʃaðo/
Η λέξη "acolchado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια γεμάτη ή μαλακή επιφάνεια, συχνά που σχετίζεται με στρώματα, καλύμματα ή εσώρουχα. Στη γλώσσα των ισπανικών, συναντάται σε ποικιλία περιβαλλόντων, συμπεριλαμβανομένων οικιακών και textile καταστάσεων. Χρησιμοποιείται συχνά και στις προφορικές και γραπτές επικοινωνίες.
El acolchado de la cama es muy cómodo.
(Το απορρίμματα του κρεβατιού είναι πολύ άνετο.)
Necesitamos un acolchado nuevo para el sofá.
(Χρειαζόμαστε ένα νέο γεμιστό κρεβάτι για τον καναπέ.)
El acolchado del abrigo mantiene el calor.
(Η γεμιστή επιφάνεια του παλτό διατηρεί τη θερμότητα.)
Η λέξη "acolchado" μπορεί να εμφανιστεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο κοινές όσο άλλες. Ωστόσο, ορισμένες ευρύτερες χρήσεις θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν παρομοιώσεις σχετικές με τη μαλακότητα ή την άνεση.
Estar acolchado en la vida.
(Να είσαι γεμιστός στη ζωή.)
(Εννοεί να έχεις άνεση και ασφάλεια στη ζωή σου.)
No todo es acolchado en esta vida.
(Δεν είναι όλα γεμιστά σε αυτή τη ζωή.)
(Σημαίνει ότι δεν είναι όλα εύκολα στη ζωή.)
Con un corazón acolchado, es más fácil perdonar.
(Με μια γεμιστή καρδιά, είναι πιο εύκολο να συγχωρήσεις.)
(Αναφέρεται σε κάποιον που είναι συναισθηματικά προετοιμασμένος να συγχωρεί.)
Η λέξη "acolchado" προέρχεται από το ρήμα "acolchar", που σημαίνει να γεμίζεις ή να επενδύεις κάτι με υλικό που προσφέρει άνεση. Συνδέεται με τη λατινική ρίζα "colectus", που σημαίνει "μαζεμένος" ή "συγκεντρωμένος".