acometer - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

acometer (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το ρήμα acometer είναι αδύνατο ρήμα στα Ισπανικά.

Φωνητική μεταγραφή

/fuˈnʲɛtɪ̞ka/
acometer: [akoˈme̞teɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη acometer σημαίνει "να επιτεθείς" ή "να αναλάβεις μια δραστηριότητα", συχνά με έντονο τρόπο. Είναι αρκετά συχνή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο κοινή στη γραφή όταν πρόκειται για νομικά ή στρατιωτικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Decidió acometer el problema de manera directa.
    (Αποφάσισε να επιτεθεί στο πρόβλημα άμεσα.)

  2. El ejército tuvo que acometer una ofensiva inesperada.
    (Ο στρατός έπρεπε να αναλάβει μια απροσδόκητη επίθεση.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη acometer μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

Ετυμολογία

Η λέξη acometer προέρχεται από το λατινικό "accommodare", που σημαίνει "να προσαρμόζω" ή "να επιτυγχάνω", και έχει επηρεαστεί από τη χρήση της στη σημασία της επίθεσης ή ανάληψης δράσης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Atacar (επιτίθεμαι) - Emprender (αναλαμβάνω)

Αντώνυμα: - Retirarse (αποσύρομαι) - Evitar (αποφεύγω)



22-07-2024