Το ρήμα acometer είναι αδύνατο ρήμα στα Ισπανικά.
/fuˈnʲɛtɪ̞ka/
acometer: [akoˈme̞teɾ]
Η λέξη acometer σημαίνει "να επιτεθείς" ή "να αναλάβεις μια δραστηριότητα", συχνά με έντονο τρόπο. Είναι αρκετά συχνή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο κοινή στη γραφή όταν πρόκειται για νομικά ή στρατιωτικά κείμενα.
Decidió acometer el problema de manera directa.
(Αποφάσισε να επιτεθεί στο πρόβλημα άμεσα.)
El ejército tuvo que acometer una ofensiva inesperada.
(Ο στρατός έπρεπε να αναλάβει μια απροσδόκητη επίθεση.)
Η λέξη acometer μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ejemplo: Fue valiente al acometer el reto de escalar la montaña.
(Ήταν γενναίος που ανέλαβε την πρόκληση να σκαρφαλώσει το βουνό.)
Acometer un proyecto
σημαίνει "να αναλάβεις ένα έργο".
Ejemplo: Vamos a acometer un proyecto importante este semestre.
(Θα αναλάβουμε ένα σημαντικό έργο αυτό το εξάμηνο.)
Acometer con fuerza
σημαίνει "να επιτεθείς με δύναμη".
Η λέξη acometer προέρχεται από το λατινικό "accommodare", που σημαίνει "να προσαρμόζω" ή "να επιτυγχάνω", και έχει επηρεαστεί από τη χρήση της στη σημασία της επίθεσης ή ανάληψης δράσης.
Συνώνυμα: - Atacar (επιτίθεμαι) - Emprender (αναλαμβάνω)
Αντώνυμα: - Retirarse (αποσύρομαι) - Evitar (αποφεύγω)